ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ
ΕΙΔΗ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣ
ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΙΑ
ΕΜΠΟΡΙΟ ΦΡΟΥΤΩΝ - ΛΑΧΑΝΙΚΩΝ

Πέμπτη 21 Αυγούστου 2014

Προφυλακίστηκε ο 75χρονος παιδοκτόνος - Ελεύθερη η μητέρα - Τα απολογητικά υπομνήματα των κατηγορουμένων για την δολοφονία στο Άστρος (βίντεο)

ΑΡΓΟΛΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ | 7:02:00 μ.μ. |




















 Την προφυλάκιση του 75χρονου πατέρα, που σκότωσε τον 39χρονο γιο του στο Άστρος Κυνουρίας και στη συνέχεια έκαψε το πτώμα του μέσα στο αυτοκίνητό του, ανήμερα της γιορτής της Παναγίας, αποφάσισε ο Ανακριτής και ο Εισαγγελέας Ναυπλίου.

Παράλληλα, με σύμφωνη γνώμη ανακριτή και εισαγγελέα αφέθηκε ελεύθερη με περιοριστικούς όρους, να παρουσιάζεται δύο φορές το μήνα στο Αστυνομικό τμήμα Άστρους, η μητέρα του θύματος στην οποία επεβλήθη και χρηματική εγγύηση έξι χιλιάδων ευρώ. Η μητέρα του θύματος που κατηγορείται για απλή συνέργεια, αρνήθηκε τη συμμετοχή στο έγκλημα.

Ο 75χρονος παιδοκτόνος που θα οδηγηθεί στις φυλακές Τίρυνθας, πήρε πάνω του το φονικό και φέρεται να είπε στην απολογία του, ότι ζούσαν με την σύζυγό του για χρόνια ένα δράμα, με το θύμα να χειροδικεί σε βάρος τους και να απειλεί να ξεκληρίσει όλη την οικογένεια για οικονομικούς λόγους.

ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΠΑΤΕΡΑ

Επί των εις εμέ αποδιδόμενων κατηγοριών για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία, εμπρησμό, από τον οποίο μπορούσε να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα, και περιύβριση νεκρού, δηλώνω ότι αποδέχομαι αυτές, προβάλλοντας τον αυτοτελή ισχυρισμό ότι η πράξη της ανθρωποκτονίας τελέστηκε σε κατάσταση βρασμού ψυχικής ορμής (ά. 299 παρ.2 ΠΚ) και επάγομαι τα κάτωθι: 

Είμαι συγκλονισμένος από τις ως άνω πράξεις, που όπως και από την πρώτη στιγμή ισχυρίστηκα, μόνος μου εκτέλεσα, και δεν είμαι καθόλου περήφανος γι’ αυτές, αλλά αισθάνομαι ντροπή και οδύνη, τις οποίες μεγεθύνει το γεγονός ότι στην απολογία μου είμαι αναγκασμένος να αναφέρω τις συμπεριφορές του γιού μου που με πίκραναν και με τρομοκράτησαν τόσο, ώστε να με οδήγησαν σε αυτή την πράξη απελπισίας, για την οποία σήμερα καλούμαι να λογοδοτήσω.

Επίσης, φέρω και την ευθύνη να αποκαταστήσω τη θέση των συγκατηγορουμένων μου, οι οποίοι κατέστησαν αδίκως κατηγορούμενοι εξαιτίας της δικής μου απερίσκεπτης συμπεριφοράς, ενώ οι πράξεις που τους αποδίδονται, αφορούν αποκλειστικώς και μόνον εμένα.

Ειδικότερα: 

Με τη σύζυγό μου αποκτήσαμε τέσσερα παιδιά. Τα τρία πρώτα είναι κορίτσια (Ζαχαρούλα, Παναγιώτα και Ελένη - Ιωάννα) και σήμερα είναι δασκάλες με τις δικές τους οικογένειες. Μετά τη γέννησή τους μετέβην με τη σύζυγό μου στο Τορόντο Καναδά, για να εργαστούμε σε εργοστάσιο εριουργίας (επεξεργασίας μαλλιού) αμειβόμενοι κατ’ αποκοπήν και έτσι να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας. Εγώ όμως ήθελα διακαώς να αποκτήσω αγόρι, κάτι που το κατορθώσαμε τελικώς περίπου πέντε χρόνια αργότερα. Η γέννηση του Γιάννη ολοκλήρωσε την ευτυχία μας και εγώ για χάρη του, επειδή του είχα μεγάλη αδυναμία και ήθελα να μεγαλώσει στην Ελλάδα ως Έλληνας, αποφάσισα να επιστρέψουμε στη χώρα μας. Μετά την εισαγωγή του στα ΤΕΦΑΑ, ο Γιάννης άλλαξε συμπεριφορά, δεν προχωρούσε στις σπουδές του, τις οποίες τελικώς εγκατέλειψε, και κατέληξε άνεργος και ανειδίκευτος, να απασχολείται περιστασιακά ως υπάλληλος διανομής φαγητού σε πιτσαρίες και ουσιαστικά συντηρείται από εμάς τους γονείς του, μολονότι είχε περάσει τα 35 και πλησίαζε τα 40, ενώ παράλληλα η συμπεριφορά του δεν ήταν φυσιολογική, αφού είχε κλειστεί στον εαυτό του, και όταν ερχόταν σε μας για να ζητήσει χρήματα και εμείς τον μαλώναμε και του λέγαμε ότι πρέπει να κάνει κάτι στη ζωή του, για να προκόψει, όπως έχουν κάνει οι αδελφές του, εκείνος αντιδρούσε βίαια, μας έβριζε και μας χτυπούσε και ταυτόχρονα εκτόξευε απειλές σε βάρος της ζωής των παιδιών των θυγατέρων μας, για τα οποία έλεγε ότι θα τα σφάξει ένα-ένα. 

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι θυγατέρες μας δεν διατηρούσαν επικοινωνία μαζί του και απέφευγαν ακόμη και να έρχονται στο σπίτι μας, φοβούμενες μήπως τύχει και τον συναντήσουν, όπως έχουν και οι ίδιες καταθέσει. 

Ενώ ήταν προφανές ότι ο υιός μας ήταν ψυχικά άρρωστος και οι πράξεις του μας ήταν ιδιαίτερα επώδυνες και ντροπιαστικές, εμείς τον αγαπούσαμε και μάλιστα ήταν τέτοια η αδυναμία η παθολογική αγάπη μου προς αυτόν που όχι μόνο ανεχόμουν τη συμπεριφορά του, αλλά διατηρούσα και κοινό λογαριασμό μαζί του προς εξασφάλισή του με ποσό της τάξεως των 50 χιλιάδων ευρώ, χωρίς να αυτός να το γνωρίζει.

Το πλέον σοβαρό γεγονός συνέβη το περασμένο Πάσχα, όταν ο γιος μας, εισελθών κρυφά στο σπίτι, μας αιφνιδίασε, μας έδεσε και μας κτυπούσε απάνθρωπα, ενώ συγχρόνως με μια βιντεοκάμερα βιντεοσκοπούσε το συμβάν. Προς επιβεβαίωση αυτού του ισχυρισμού ΑΙΤΟΥΜΑΙ τη διενέργεια έρευνας εις την οικία του γιου μας επί της οδού Ασκληπιού 27, Περιστέρι, προς το σκοπό ανεύρεσης της σχετικής βιντεοκασέτας, στην οποία κατεγράφη η ως άνω αξιόποινη συμπεριφορά του σε βάρος μας.

Μετά το γεγονός αυτό, οι υπό κρίση συμπεριφορές μου ήταν αποτέλεσμα πανικού και απόγνωσης και το επακόλουθο μιας κατάστασης που ψυχολογικά μου ήταν αδύνατο να διαχειριστώ και να υπομείνω περισσότερο.

Την 15.8.2014 και περί ώρα 11:00 ο Γιάννης μου τηλεφώνησε και μου είπε ότι θα έλθει την ίδια μέρα από την Αθήνα, τονίζοντάς μου ότι θα με τακτοποιήσει, εννοώντας ότι πάλι θα χειροδικούσε τόσο εις εμέ όσο και εις την μητέρα του. Με κατέλαβε αγανάκτηση, φόβος, αλλά και ένα πελώριο «γιατί» να μας συμβαίνει αυτό, δηλαδή ένα συνεχές, πολυετές μαρτύριο για εμένα, την σύζυγο μου, αλλά και τις κόρες και τα εγγόνια μου. Η γυναίκα μου, όταν έλαβα το τηλέφωνο από τον θανόντα έλειπε εις την εκκλησία και όταν επέστρεψε εις το σπίτι τής είπα ότι θα έλθει ο γιος μας και καλό θα ήτο να μην είναι σπίτι, αλλά να πάει αμέσως στο σπίτι του αδελφού μου, , όπου θα τρώγαμε όλοι μαζί και να με αφήσει, είπα στην γυναίκα μου, να μιλήσω μόνος μαζί του, δηλαδή εγώ με το γιο μου. Αυτά της είπα και αυτή καλόπιστα με πίστεψε και ανεχώρησε για το σπίτι του αδελφού μου. 

Στις 2:15 – 2:30 το μεσημέρι ο γιος μου ήλθε και προσπάθησε να εισέλθει στην οικία μου σπρώχνοντας την πόρτα της αυλής. Επειδή δεν μπορούσε να μπει, άρχισε να με βρίζει και μου πέταξε μια μικρή γλάστρα, που όμως δεν με πέτυχε. Άρχισε να σπρώχνει και να κλωτσά την πόρτα για να τη σπάσει και να την ανοίξει με τη βία, και είναι βέβαιον ότι εκείνη τη στιγμή υπέστην μια έντονη διατάραξη της συνειδήσεως μου, που την επέφερε η απότομη και αιφνίδια υπερδιέγερση του συναισθήματος του φόβου, του πανικού αλλά και της οργής (Α.Π. 1197/1988 Ποιν. Χρον. ΛΘ’ σελ. 118). Υπό το κράτος αυτών των συναισθημάτων, τα οποία με κυρίευσαν πλήρως και μου θόλωσαν την κρίση, αποφάσισα να πάρω το δίκαννό μου στα χέρια, πυροβόλησα με αυτό το Γιάννη και τον πέτυχα. Ήταν τέτοια η ένταση των συναισθημάτων και η θόλωση του μυαλού μου που, ενώ ο γιος μου ήταν χτυπημένος στο έδαφος και αναίσθητος, εγώ τον πλησίασα και τον πυροβόλησα και στα πόδια, για να μη σηκωθεί, μολονότι ήταν φανερό ότι κάτι τέτοιο δεν επρόκειτο να συμβεί.

Αφού πέρασε κάποια ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσω τι ακριβώς είχα κάνει, κατελήφθην από νέο κύμα πανικού, φοβούμενος τώρα τι θα συνέβαινε, αν ερχόταν η σύζυγός μου στο σπίτι και αντιλαμβανόταν την πράξη μου. Για να μη συμβεί αυτό, τηλεφώνησα στο σπίτι του αδελφού μου και ανέφερα στη σύζυγό του ότι δήθεν πέρασε ο Γιάννης, ότι όλα ήταν καλά και ότι αργότερα θα ερχόταν και αυτός από το σπίτι τους. Στη συνέχεια, ενεργώντας ΠΑΝΤΑ ΜΟΝΟΣ, μετακίνησα το αυτοκίνητο του γιου μου στην αυλή, έσυρα το σώμα του από τα πόδια, το έβαλα με προσπάθεια στα πίσω καθίσματα, έβγαλα τις πινακίδες, τις οποίες έθαψα στον κήπο, καθάρισα το χώρο από τα αίματα και οδηγώντας το ίδιο αυτοκίνητο, πήγα το πτώμα του γιού μου στον ξεροπόταμο, όπου χρησιμοποιώντας ένα μπιτόνι βενζίνη έβαλα φωτιά, προσπαθώντας, ενεργών τελείως «ερασιτεχνικά», «να σβήσω» τα ίχνη του εγκλήματος μου. Ακολούθως, επέστρεψα πεζός στο σπίτι, για να πλυθώ από τα αίματα και τη σκόνη, και λίγο αφότου βγήκα από το μπάνιο επέστρεψε η γυναίκα μου μαζί με τον αδελφό μου.

Θα ήθελα και πάλι να υπογραμμίσω ότι ουδείς των συγκατηγορουμένων μου είχε οποιαδήποτε ανάμειξη στις παραπάνω ενέργειές μου και ουδείς τις γνώριζε μέχρι της συλλήψεώς μου από την αστυνομία την επόμενη ημέρα. Ειδικώς η σύζυγός μου, πληροφορηθείσα από τους αστυνομικούς για την εύρεση του καμένου αυτοκινήτου του γιού μας και την εντός αυτού ύπαρξη απανθρακωμένου πτώματος, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο γιος μας αγνοείτο, τότε και μόνον τότε άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι κάτι κακό του είχε συμβεί και άρχισε να φωνάζει υστερικά. Έχω την απόλυτη πεποίθηση ότι, αν η σύζυγός μου γνώριζε τι θα συνέβαινε, όχι μόνο δεν θα συναινούσε, αλλά και θα προσπαθούσε με κάθε τρόπο να με αποτρέψει. 

Σε ό,τι αφορά τον ισχυρισμό μου περί βρασμού ψυχικής ορμής λεκτέα και τα κάτωθι:

Αντιθέτως, αν η απόφαση ελήφθη όχι σε ήρεμη ψυχική κατάσταση αλλά σε βρασμό ψυχικής ορμής και ο δράστης προέβη στην εκτέλεση της πράξεώς του ευρισκόμενος στην ίδια κατάσταση βρασμού, είτε αμέσως είτε μετά από λίγο χρόνο αφότου έλαβε την απόφαση, τότε η ανθρωποκτονία υπάγεται στη διάταξη της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 299 ΠΚ. Ως βρασμός ψυχικής ορμής νοείται η ψυχική υπερδιέγερση που προκαλείται από την αιφνίδια υπερένταση κάποιου συναισθήματος, η οποία, χωρίς να φθάνει μέχρι τη διατάραξη της συνειδήσεως, ώστε να αποκλείει ή να μειώνει την ικανότητα για καταλογισμό, εντούτοις αποκλείει τη σκέψη για τη στάθμιση των αιτίων που κινούν την πράξη ή συγκρατούν από την τέλεσή της.

Η παρουσία της παραμικρής ένδειξης που κλονίζει την απόλυτη βεβαιότητα, ως προς το στοιχείο της ψυχικής ηρεμίας, καθιστά άμεσα εφαρμοστέα, με βάση την αρχή in dubio pro reo, την διάταξη του αρ. 299 παρ. 2 Π.Κ. (ΣυμβΠλημΕυρ 9/2006 ΠοινΧρ ΝΣΤ’ [2006], 943 με εισ. πρότ. Κ. Κουκούτση). 

Το σημαντικότερο για την υπό κρίση υπόθεση είναι ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί εν προκειμένω η συνδρομή βρασμού με το επιχείρημα ότι μετά την πράξη επιχείρησα να συγκαλύψω τα ίχνη του εγκλήματος, διότι, όπως έχει κριθεί (ΑΠ 571/1996, ΠοινΧρ ΜΖ, σελ. 238), ο βρασμός δεν είναι αναγκαίο να εξικνείται μέχρι του σημείου της πλήρους ή μερικής ανικανότητας προς καταλογισμό, διότι δεν έχει μορφή μονιμότητας, αλλά είναι παροδική κατάσταση και συνεπώς η μεταγενέστερη της πράξης συμπεριφορά του κατηγορουμένου δεν συνέχεται αναγκαίως με την ψυχική κατάσταση του κρίσιμου χρόνου ούτε η μεταγενέστερη πορεία των κινήσεων του κατηγορουμένου μπορεί να άρει την προηγηθείσα υπερδιέγερση της ψυχικής καταστάσεως.

Εν προκειμένω λοιπόν συντρέχουν τα στοιχεία του βρασμού ψυχικής ορμής, διότι αφενός υφίσταται ικανή αφορμή υπερδιέγερσης συναισθήματος ή πάθους λόγω της αφίξεως του γιού μου και της προσπάθειάς του να εισβάλει στην οικία μου, για να υλοποιήσει την ήδη εκφρασθείσα απειλή περί ξυλοδαρμού μου, αφετέρου προκύπτει ότι πράγματι η σκέψη μου κατελήφθη από υπερδιέγερση συναισθημάτων οργής και φόβου, τα οποία απέκλειαν τη λογική σκέψη και τον τη στάθμιση των αιτίων που κινούν την πράξη ή συγκρατούν από την τέλεσή της και ιδίως απέκλειαν την επενέργεια της πατρικής μου αγάπης, η οποία υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να με αποτρέψει από μια τέτοια ενέργεια.

Επιπλέον, ο βρασμός κάλυπτε τόσο την εκτέλεση όσο και την απόφαση για την εκτέλεση της πράξης και δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η απόφαση ήταν προειλημμένη πριν την άφιξη του γιού μου, διότι σε μια τέτοια περίπτωση θα τον είχα πυροβολήσει αμέσως μετά την έξοδό του από το αυτοκίνητο και την προσέγγισή του στο σπίτι και δεν θα καθόμουν να περιμένω να μου πετάξει τη γλάστρα και μετά να χτυπάει την πόρτα της αυλής, προσπαθώντας να εισβάλει στο σπίτι. 

Επειδή υπήρξα μέχρι τώρα απόλυτα νομοταγής πολίτης, με λευκό ποινικό μητρώο, σωστή οικογενειάρχης, που ανέθρεψα και παρέδωσα στην κοινωνία τέσσερα παιδιά, εκ των οποίων τρεις θυγατέρες δασκάλες, έχω μόνιμη και γνωστή κατοικία εις το Άστρος, ουδέποτε υπήρξα φυγόποινος ή φυγόδικος ή έχω κριθεί ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή για παραβίαση περιορισμών διαμονής, ουδέ προκύπτει από πουθενά σκοπός φυγής μου, ούτε έχω κατηγορηθεί ποτέ για οιαδήποτε παράνομη πράξη, έστω και πταισματική, ούτε είναι πιθανό και μάλιστα πολύ να διαπράξω έγκλημα τι. 

Επειδή είναι αδύνατο να θεωρηθεί ότι υπάρχει κίνδυνος τελέσεως νέων εγκλημάτων εκ μέρους μου, αφού οι περιστάσεις της συγκεκριμένης αξιόποινης συμπεριφοράς μου είναι εντελώς μοναδικές και μη δυνάμενες να επαναληφθούν, δοθέντος ότι δεν έχω έχθρες και αντιδικίες με κανέναν άλλο συνάνθρωπό μου, συγγενή ή όχι, ούτε έχω επιδείξει ποτέ στο παρελθόν βίαιη και επιθετική συμπεριφορά.

Επειδή διάγω το 75ο έτος της ηλικίας μου και τυχόν προσωρινή μου κράτηση είναι δυνατό να με εκθέσει σε κίνδυνο υγείας λόγω του προχωρημένου της ηλικίας μου και του γεγονότος ότι πάσχω από νόσο του ουροποιητικού, δηλαδή να μου προκαλέσει βλάβη υπέρμετρη και δυσανάλογη σε σχέση.

Επειδή έχω μάθει να εργάζομαι σκληρά και έντιμα για να εξασφαλίζω τα προς το ζην, καθώς επίσης να συμπεριφέρομαι έναντι των συνανθρώπων μου με ευγένεια και σεβασμό.

Επειδή πληρεξούσιο Δικηγόρο και Αντίκλητο διορίζω το Δικηγόρο Τριπόλεως, Αντώνιο Ι. Μίγα, κάτοικο Πλατ. Νέας Δημ. Αγοράς και Δεληγιάννη 16, και το Δικηγόρο Αθηνών Αλέξιο Κούγια του Χρήστου, κάτοικο Αθηνών, λεωφ. Βασιλίσσης Σοφίας, αρ. 55, προς τους οποίους δίδω την εντολή και την εξουσιοδότηση να υποβάλλουν αντ’ εμού και για λογαριασμό μου, αιτήσεις, προσφυγές και οποιοδήποτε ένδικο μέσο ή βοήθημα.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ - ΑΙΤΟΥΜΑΙ

Να αφεθώ ελεύθερος με τους περιοριστικούς όρους που Υμείς κρίνετε αναγκαίους και ιδίως τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική παρακολούθηση.

Ναύπλιο 21.8.2014
Ο ΑΠΟΛΟΓΟΥΜΕΝΟΣ
--------------------------------------------------------------------------------------------

ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΜΗΤΕΡΑΣ

Αρνούμαι την κατηγορία που μου αποδίδεται περί απλής συνέργειας στην ανθρωποκτονία εκ προθέσεως που τέλεσε ο σύζυγός μου σε βάρος του υιού μας Ιωάννη. ΟΥΔΕΜΙΑ συμμετοχή καθ’ οιονδήποτε τρόπο είχα, είτε εις τη σχεδίαση, είτε εις την εκτέλεση της πράξεως του συζύγου μου, την οποία καταδικάζω ως μητέρα.

Δεν υπάρχει κανένα απολύτως αποδεικτικό στοιχείο σε βάρος μου ούτε κάποιο στοιχείο του προτέρου εντίμου βίου μου που να δικαιολογεί την απόδοση μιας τόσο σοβαρής κατηγορίας, συνισταμένης ουσιαστικώς ότι δήθεν εγώ συνήνεσα στη δολοφονία του γιού μου από το σύζυγό μου και πατέρα του.

Κατέστην κατηγορουμένη μόνο και μόνο εξαιτίας της αυθαίρετης και έωλης κρίσης των δύο μαρτύρων αστυνομικών του Τμήματος Ασφαλείας Τριπόλεως (Παναγιώτη Μπίνου και Αθανασίου Μπόρα), ότι δήθεν κατά την προανάκριση δεν ήμουν στενοχωρημένη για το θάνατο του γιού μου, αλλά απαθής, σκληρή και μη συνεργάσιμη, ενώ η πραγματικότητα είναι ότι ήμουν και είμαι εντελώς σοκαρισμένη, σε άθλια ψυχολογική κατάσταση και βαρύ πένθος, αδυνατώντας αντικειμενικά να προσφέρω οτιδήποτε στην αστυνομική έρευνα, αφού ήμουν απούσα κατά το χρόνο του επίμαχου περιστατικού και το αγνοούσα.

Βεβαίως οι ως άνω καταθέσεις στερούνται αποδεικτικής αξίας όχι μόνο λόγω του έντονα υποκειμενικού τους χαρακτήρα, αφού οι απόψεις των αστυνομικών για το πώς πρέπει να δέχεται κάποιος το θάνατο του συγγενούς του είναι παντελώς αδιάφορες, αλλά κυρίως λόγω του ότι οι ως άνω αστυνομικοί ουσιαστικώς παραδέχονται ότι άσκησαν προανακριτικά καθήκοντα, αφού συνεχώς αναφέρουν και αξιολογούν τι δήλωσαν ενώπιόν τους προφορικώς εξεταζόμενοι και οι πέντε κατηγορούμενοι αυτής της υπόθεσης, και μάλιστα τόσο στις μαρτυρικές καταθέσεις που έδωσαν πριν καταστούν κατηγορούμενοι και πλέον δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη με ποινή ακυρότητας (ά. 105 εδ. τελευταίο, 31 παρ.2 ΚΠΔ), όσο και στις προανακριτικές απολογίες τους, όταν κατέστησαν κατηγορούμενοι, και συνεπώς πρέπει οι καταθέσεις των αστυνομικών να ιδωθούν υπό το πρίσμα του άρθρου 211 περ.α ΚΠΔ που απαγορεύει με ποινή ακυρότητας την εξέταση στο ακροατήριο όσων άσκησαν προανακριτικά καθήκοντα.

Ούτε όμως οι προανακριτικές απολογίες των συγκατηγορουμένων μου για τη συναφή πράξη της υπόθαλψης εγκληματία Λάμπρου Μπάρλα και Ελένης Κοδέλλα έχουν οιαδήποτε αποδεικτική αξία αφενός μεν επειδή αναιρέθηκαν από τις ανακριτικές τους απολογίες, αφετέρου λόγω του άρθρου 211Α ΚΠΔ που ορίζει ότι: «Μόνη η μαρτυρική κατάθεση ή η απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου», κυρίως όμως επειδή αυτές καθαυτές οι προανακριτικές απολογίες των συγκατηγορουμένων μου περιγράφουν μια συμπεριφορά μου που, έστω αληθής υποτιθέμενη, δεν συνάδει με τη συμπεριφορά ενός προσώπου που συνήνεσε σε μια ανθρωποκτονία και μάλιστα μιας μητέρας για το θάνατο του γιου της, αφού με περιγράφουν εντελώς χαμένη και ανήμπορη να πράξω οτιδήποτε και δεν αναφέρουν να έχω προβεί σε κάποια συγκεκριμένη συμπεριφορά, πέραν της παραλείψεως αναγγελίας του θανάτου στην αστυνομία, η οποία, ακόμη και αν γινόταν δεκτή, δεν θα συνιστούσε τίποτε περισσότερο από ατιμώρητη υπόθαλψη υπέρ οικείου (ά. 231 παρ.2 ΠΚ).

Εγώ όμως δηλώνω ότι δεν τέλεσα ούτε καν ατιμώρητη υπόθαλψη, διότι δεν ήμουν παρούσα στο περιστατικό ούτε το γνώριζα, αλλά πληροφορήθηκα το θάνατο του γιού μου και την εμπλοκή του συζύγου μου το πρώτον από την αστυνομία. Ειδικότερα:

Με το σύζυγό μου αποκτήσαμε τέσσερα παιδιά. Τα τρία πρώτα είναι κορίτσια και τα έφερα στον κόσμο σε ηλικία 20-23 ετών. Σήμερα είναι δασκάλες και έχουν τις δικές τους οικογένειες. Μετά τη γέννησή τους μετέβην με το σύζυγό μου στο Τορόντο Καναδά, για να εργαστούμε σε εργοστάσιο εριουργίας (επεξεργασίας μαλλιού) αμειβόμενοι κατ’ αποκοπήν και έτσι να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας. Ο σύζυγός μου όμως ήθελε διακαώς να αποκτήσει αγόρι, κάτι που το κατορθώσαμε τελικώς ενώ εγώ ήμουν πια σε ηλικία 28 ετών. Η γέννηση του Γιάννη ολοκλήρωσε την ευτυχία μας και ο σύζυγός μου για χάρη του, επειδή του είχε μεγάλη αδυναμία και ήθελε ο γιος μας να μεγαλώσει στην Ελλάδα ως Έλληνας, αποφάσισε να επιστρέψουμε στην πατρίδα μας. Μετά την εισαγωγή του στα ΤΕΦΑΑ, ο Γιάννης άλλαξε συμπεριφορά, δεν προχωρούσε στις σπουδές του, τις οποίες τελικώς εγκατέλειψε, και κατέληξε άνεργος και ανειδίκευτος, να απασχολείται περιστασιακά ως υπάλληλος διανομής φαγητού σε πιτσαρίες και ουσιαστικά συντηρείται από εμάς τους γονείς του, μολονότι είχε περάσει τα 35 και πλησίαζε τα 40, ενώ παράλληλα η συμπεριφορά του δεν ήταν φυσιολογική, αφού είχε κλειστεί στον εαυτό του, και όταν ερχόταν σε μας για να ζητήσει χρήματα και εμείς τον μαλώναμε και του λέγαμε ότι πρέπει να κάνει κάτι στη ζωή του, για να προκόψει, όπως έχουν κάνει οι αδελφές του, εκείνος αντιδρούσε βίαια, μας έβριζε και μας χτυπούσε και ταυτόχρονα εκτόξευε απειλές σε βάρος της ζωής των παιδιών των θυγατέρων μας, για τα οποία έλεγε ότι θα τα σφάξει ένα-ένα. 

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι θυγατέρες μας δεν διατηρούσαν επικοινωνία μαζί του και απέφευγαν ακόμη και να έρχονται στο σπίτι μας, φοβούμενες μήπως τύχει και τον συναντήσουν, όπως έχουν και οι ίδιες καταθέσει. 

Ενώ ήταν προφανές ότι ο υιός μας ήταν ψυχικά άρρωστος και οι πράξεις του μας ήταν ιδιαίτερα επώδυνες και ντροπιαστικές, εμείς τον αγαπούσαμε και μάλιστα ήταν τέτοια η αδυναμία και η παθολογική αγάπη του συζύγου μου προς αυτόν που όχι μόνο ανεχόταν τη συμπεριφορά του, αλλά διατηρούσε και κοινό λογαριασμό με το γιο μας προς εξασφάλισή του με ποσό της τάξεως των 50 χιλιάδων ευρώ, χωρίς να το γνωρίζει ο γιος μας.

Το πλέον σοβαρό γεγονός συνέβη το περασμένο Πάσχα, όταν ο γιος μας, εισελθών κρυφά στο σπίτι, μας αιφνιδίασε, μας έδεσε και μας κτυπούσε απάνθρωπα, ενώ συγχρόνως με μια βιντεοκάμερα βιντεοσκοπούσε το συμβάν. Προς επιβεβαίωση αυτού του ισχυρισμού ΑΙΤΟΥΜΑΙ τη διενέργεια έρευνας εις την οικία του γιου μας επί της οδού Ασκληπιού 27, Περιστέρι, προς το σκοπό ανεύρεσης της σχετικής βιντεοκασέτας, στην οποία κατεγράφη η ως άνω αξιόποινη συμπεριφορά του σε βάρος μας.

Έχοντας υπόψη τα παραπάνω, πιστεύω ότι η πράξη του συζύγου μου, στην οποία επαναλαμβάνω ουδεμία ανάμειξη είχα και την οποία αποδοκιμάζω, ήταν αποτέλεσμα πανικού και απόγνωσης και το επακόλουθο μιας κατάστασης που ψυχολογικά του ήταν αδύνατο να διαχειριστεί και να υπομείνει περισσότερο.

Δια την ημέρα του συμβάντος εκθέτω ειδικότερον τα εξής:

Στις 7:15, πρωί, πήγα στο μοναστήρι της Παλαιοπαναγιάς, λόγω της εορτής Της Μεγαλόχαρης, μαζί με τον κουνιάδο μου , τη σύζυγό του Ελένη και μια εξαδέλφη της.


Περί ώρα 11.30 επέστρεψα στο σπίτι μου, όπου ο σύζυγος μου με ενημέρωσε ότι ο γιος μας θα ερχόταν από την Αθήνα και με προέτρεψε να φύγω από το σπίτι μας, ώστε να μπορέσει, όπως μου είπε, μόνος αυτός να συζητήσει μαζί του και να είναι μόνοι, ο σύζυγος μου και ο γιος μου και να μην ερεθισθεί ο γιος μου από την παρουσία μου, διότι, όποτε με συναντούσε, με κτυπούσε αλύπητα. Δυστυχώς βιώναμε εδώ και 15 χρόνια περίπου ένα πρωτοφανές δράμα, που παρά του ότι δεν το είχαμε δημοσιοποιήσει, ήτο γνωστό εις την κοινωνία του τόπου κατοικίας μας. Εγώ πεισθείσα από την παρότρυνση του συζύγου μου, υπήκουσα και μετέβην εις την οικία του αδελφού του συζύγου μου, Λάμπρου Μπάρλα, ομογενούς εξ Αυστραλίας, όπου είχαμε κανονίσει να φάμε μαζί το μεσημέρι. Παρέμεινα εκεί από τις 12 το μεσημέρι περίπου μέχρι τις 16.00. Μετά από αρκετή ώρα κι ενώ βρισκόμουν στο σπίτι της συννυφάδας μου μαζί με τον κουνιάδο μου, κάλεσε ο σύζυγός μου στο σταθερό τηλέφωνο του σπιτιού και είπε στη συννυφάδα μου ότι μίλησε με το γιο μας το Γιάννη, ότι όλα είναι καλά και ότι στο σπίτι της συννυφάδας μου θα ερχόταν αργότερα και ο γιος μας, αφού πρώτα θα πήγαινε στην πλατεία, πλην όμως δεν ήρθε ούτε ο γιος μας ούτε ο σύζυγός μου.

Επειδή λοιπόν ο σύζυγός μου αργούσε, εγώ, μαζί με τον Λάμπρο, πήγαμε στις 16:00 στο σπίτι μου, όπου και βρήκα το σύζυγό μου να έχει κάνει μπάνιο και τότε τον πήρα και πήγαμε στο σπίτι του αδελφού του αδελφό του και φάγαμε. 

Περί ώρα 17.30 εγώ και ο σύζυγός μου φύγαμε και πήγαμε στο σπίτι μας. Επειδή διαπίστωσα τότε ότι μια γλάστρα ήταν πεταμένη και σπασμένη στην αυλή και ορισμένα κάγκελα της μάντρας της αυλής λυγισμένα, ρώτησα σχετικά το σύζυγό μου και εκείνος μου απάντησε ότι ο γιος μας, επειδή ήταν νευριασμένος, πέταξε τη γλάστρα και χτύπησε με το αμάξι του τα κάγκελα, καθώς έκανε όπισθεν. Λόγω της γνωστής συμπεριφοράς του γιού μας η εξήγηση αυτή δεν με προβλημάτισε.

Δυστυχώς την αλήθεια την πληροφορήθηκα εμβρόντητη πολύ αργότερα και δη σε πρώτη φάση τις βραδινές ώρες που ήρθαν τα περιπολικά στο σπίτι μας και μάθαμε ότι βρέθηκε το αυτοκίνητο του Γιάννη καμένο με ένα πτώμα εντός αυτού και τον ίδιο να αγνοείται, οπότε άρχισα να φωνάζω υστερικά, αντιλαμβανόμενη ότι κάτι κακό του είχε συμβεί και ότι μπορεί το πτώμα να ήταν δικό του, και σε δεύτερη φάση την επόμενη ημέρα που ακόμη πιο εμβρόντητη έμαθα ότι κατηγορείται ως δράστης της ανθρωποκτονίας σε βάρος του γιού μας ο ίδιος ο σύζυγός μου.

Δεν είχα καμία γνώση, καμία πληροφόρηση, ούτε καν ένδειξη ή υποψία ότι θα εγίνετο αυτό που έγινε και από κανένα στοιχείο της ήδη σχηματισθείσης δικογραφίας δεν προκύπτει ότι εγώ γνώριζα οτιδήποτε για τα όσα είχε σκεφθεί και πράξει ο σύζυγος μου.

Εάν εγνώριζα ότι επρόκειτο να συμβεί κάτι τέτοιο και πολύ περισσότερο αν ήμουν παρούσα κατά το χρόνο του περιστατικού, θα είχα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε να το αποτρέψω.

Κατά τη νομολογία και τη θεωρία: «απλός συνεργός είναι εκείνος που παρέχει από πρόθεση στον αυτουργό οποιαδήποτε συνδρομή, πριν από την τέλεση ή κατά την εκτέλεση της εκτελούμενης απ’ αυτόν άδικης πράξης (Α.Π. 1433/84 Ποιν. Χρον. 35, 411).

Ο δόλος του απλού συνεργού περιλαμβάνει αφενός την γνώση τελέσεως ορισμένης αξιόποινης πράξεως και αφετέρου τη βούληση ή αποδοχή να συμβάλη με την συνδρομή του στην πραγμάτωση του εγκλήματος ( Α.Π. 1017/92, Α.Π. 671/90 ΠΧρ. ΜΑ’ 164, Α.Π. Συμβ. 382/87 Ποιν. Χρον. 37, 435, Α.Π. 160/87 Ποιν. Χρον. 37, 391, Α.Π. 216/87 Ποιν. Χρον. 37, 389, Α.Π. 890/87 Ποιν. Χρον. 37, 770).

Για την ύπαρξη απλής συνέργειας απαιτείται δόλος του συνεργού συνιστάμενος στη γνώση της τελέσεως από τον αυτουργό ορισμένης αξιόποινης πράξης και στη θέληση ή αποδοχή να συμβάλη με την συνδρομή του στην πραγμάτωση του εγκλήματος (Πλημ. Σπάρτης 44/83 Ποιν. Χρον. 34, 324, Α.Π. Συμβ. 73/84 Ποιν. Χρον. 34, 706, Α.Π. 77/84 Ποιν. Χρον. 34, 710).

Απλός συνεργός είναι εκείνος που χωρίς να είναι άμεσος συνεργός, παρέχει με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή, πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξεως ( Α.Π. 1223/85 Ποιν. Χρον. 36, 204, Α.Π. 758/86 Ποιν. Χρον. 36/ 739).

Η αντικειμενική υπόσταση στην περίπτωση της απλής συνέργειας πραγματώνεται με οποιαδήποτε βοηθητική ενέργεια ή παράλειψη, διαφορετική από αυτήν της άμεσης συνέργειας, και η κρίση αν η θετική ή αποθετική αυτή ενέργεια ή παράλειψη συνιστά απλή συνέργεια που είναι έννοια νομική, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (Α.Π. 350/85 Ποιν. Χρον. 35, 718).

Ψυχική συνδρομή είναι και η ενίσχυση του αυτουργού με την άρση των δισταγμών του, την ενθάρρυνση του με την απλή παρουσία του συνεργού στον τόπο εκτελέσεως του εγκλήματος, η ενθάρρυνση του με φωνές, η παροχή υποσχέσεως για συγκάλυψη του εγκλήματος (Α.Π. 688/75 Ποιν. Χρον. 26, 70).

Μάλιστα ο Άρειος Πάγος έχει δεχθεί δια της 1471/2010 αποφάσεως του ότι: «απλός συνεργός σε τετελεσμένη ανθρωποκτονία με πρόθεση ή σε απόπειρα ανθρωποκτονίας, είναι όποιος με θετική ή αποθετική του ενέργεια με πρόθεση παρέχει στον αυτουργό, πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης, την οποία ο τελευταίος τελεί, οποιαδήποτε υλική ή ψυχική συνδρομή, η οποία χωρίς να είναι άμεση συντελεί στην τέλεση της πράξης από τον αυτουργό. Ο δόλος του απλού συνεργού συνιστάται στην γνώση του για την τέλεση, από τον αυτουργό, ορισμένης άδικης πράξης που αντικειμενικά συνιστά έγκλημα [όπως ανθρωποκτονία με πρόθεση] και στη βούληση να συμβάλει στην τέλεση αυτής από τον αυτουργό. Η συνδρομή του απλού συνεργού δύναται να είναι είτε υλική είτε ψυχική. Η ψυχική συνδρομή δύναται να παρασχεθεί με την ενεργό παρουσία του απλού συνεργού στον τόπο της πράξης, με την ενίσχυση της απόφασης που ο αυτουργός είχε πάρει για την τέλεση της πράξης και με την ενθάρρυνση αυτού κατά οποιονδήποτε τρόπο, όπως με την ενθάρρυνση που γίνεται με φωνές, χειρονομίες, με παρότρυνση για την τέλεση της πράξης ή με την παροχή υπόσχεσης για συγκάλυψη του εγκλήματος με την εξάλειψη των ιχνών του [Α.Π. 807/2008 σε Συμβούλιο Ποινική Νομολογία Αρείου Πάγου 2008 σελ. 157, Ποιν. Λογ. 2008 σελ. 524, ΝΟΜΟΣ 459819].

Εγώ ΟΥΔΕΝ των ανωτέρω έπραξα και φυσικά ουδεμία συνδρομή είτε υλική ή ψυχική ή θετική ή αρνητική παρέσχον εις τον σύζυγο μου, είτε στην απόφαση ή εις την διάπραξιν του εγκλήματος από τον σύζυγο μου, που μάλιστα ουδέν γνώριζα γι’ αυτήν μέχρι της συλλήψεώς του από την αστυνομία.

Επίσης, από την ανάγνωσιν κάθε εγγράφου της δικογραφίας αλλά και των απολογιών ενώπιον Σας κ. Ανακριτά, των λοιπών συγκατηγορουμένων μου, ουδαμώς αναφέρεται ή εξάγεται τι και ειδικώτερα οιοδήποτε γεγονός από το οποίο να προκύπτει τόσον η γνώσις μου, ότι ο σύζυγος μου θα εφόνευε τον υιό μου, όσο και η βούλησις μου να συμβάλλω καθ’ οιονδήποτε τρόπο να διαπράξει το έγκλημα που διέπραξε (Σχετικές οι αποφάσεις ΑΠ 917/2010 και Πλημ. Σερρών 58/2011, δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ). 

Από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προκύπτει ότι δήθεν εγώ είχα συμφωνήσει εκ των προτέρων με το σύζυγό μου ότι θα του παράσχω εκ των υστέρων βοήθεια για τη συγκάλυψη της πράξης και ότι έτσι τον ενεθάρρυνα να τελέσει αυτήν.

Από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, τέλος, δεν προέκυψε ότι ο σύζυγός μου είχε ανάγκη μια τέτοια ψυχική ενθάρρυνση εκ μέρους μου, αφού και ο ίδιος ως φυσικός αυτουργός σε όλες τις τοποθετήσεις του έχει καταστήσει σαφές ότι ενήργησε μόνος του, χωρίς εγώ να γνωρίζω τίποτε εκ των προτέρων, χωρίς να είμαι παρούσα και χωρίς να του προσφέρω οποιαδήποτε κάλυψη εκ των υστέρων.

Κατόπιν των ανωτέρω φρονώ ότι δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της απλής συνέργειας σε ανθρωποκτονία, δια το οποίο κατηγορούμαι.

Επειδή υπήρξα μέχρι τώρα απόλυτα νομοταγής πολίτης, με λευκό ποινικό μητρώο, σωστή οικογενειάρχης, που ανέθρεψα και παρέδωσα στην κοινωνία τέσσερα παιδιά, εκ των οποίων τρεις θυγατέρες δασκάλες, έχω μόνιμη και γνωστή κατοικία εις το Άστρος, ουδέποτε υπήρξα φυγόποινη ή φυγόδικη ή έχω κριθεί ένοχη για απόδραση κρατουμένου ή για παραβίαση περιορισμών διαμονής, ουδέ προκύπτει από πουθενά σκοπός φυγής μου, ούτε έχω κατηγορηθεί ποτέ για οιαδήποτε παράνομη πράξη, έστω και πταισματική, ούτε είναι πιθανό και μάλιστα πολύ να διαπράξω έγκλημα τι. 

Επειδή διάγω το 67ο έτος της ηλικίας μου και τυχόν προσωρινή μου κράτηση είναι δυνατό να με εκθέσει σε κίνδυνο υγείας λόγω του προχωρημένου της ηλικίας μου, δηλαδή να μου προκαλέσει βλάβη υπέρμετρη και δυσανάλογη σε σχέση με τις όλως ισχνές και αποδυναμωμένες ενδείξεις, δυνάμει των οποίων κατέστην κατηγορουμένη.

Επειδή έχω μάθει να εργάζομαι σκληρά και έντιμα για να εξασφαλίζω τα προς το ζην, καθώς επίσης να συμπεριφέρομαι έναντι των συνανθρώπων μου με ευγένεια και σεβασμό.

Επειδή πληρεξούσιο Δικηγόρο και Αντίκλητο διορίζω το Δικηγόρο Τριπόλεως, Αντώνιο Ι. Μίγα, κάτοικο Πλατ. Νέας Δημ. Αγοράς και Δεληγιάννη 16, και το Δικηγόρο Αθηνών Αλέξιο Κούγια του Χρήστου, κάτοικο Αθηνών, λεωφ. Βασιλίσσης Σοφίας, αρ. 55, προς τους οποίους δίδω την εντολή και την εξουσιοδότηση να υποβάλλουν αντ’ εμού και για λογαριασμό μου, αιτήσεις, προσφυγές και οποιοδήποτε ένδικο μέσο ή βοήθημα.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ - ΑΙΤΟΥΜΑΙ

1. Να πραγματοποιηθεί άρση του απορρήτου των επικοινωνιών των τηλεφώνων που χρησιμοποιούν όλοι οι κατηγορούμενοι, συναινώντας στη σχετικώς διατυπωθείσα πρόταση του Τμήματος Ασφαλείας Τριπόλεως, διότι μέσω της ανακριτικής αυτής πράξης θα αποδειχθεί η έλλειψη οιασδήποτε ανάμειξής μου στα διερευνώμενα εγκλήματα.

2. Να γίνει εξέταση DNA επί των ενδυμάτων που φορούσα κατά το χρόνο της συλλήψεώς μου και οποιωνδήποτε άλλων ρούχων μου, προκειμένου να αποδειχθεί ότι ουδέποτε συμμετείχα εγώ σε καθαρισμό του χώρου τελέσεως των διερευνώμενων πράξεων.

3. Να αφεθώ ελεύθερη άνευ περιοριστικών όρων ή με τους περιοριστικούς όρους που Υμείς κρίνετε αναγκαίους.

4. Να απαλλαγώ δια βουλεύματος από κάθε κατηγορία.

Ναύπλιο 21.8.2014


Παρακολουθήστε παρακάτω τι είπαν οι δικηγόροι των δύο κατηγορουμένων στην κάμερα των Αργολικών Ειδήσεων


ΑΡΓΟΛΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
Ι ΚΤΕΟ ΑΡΓΟΛΙΔΟΣ ΣΑΛΑΠΑΤΑΣ