ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ
ΕΙΔΗ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣ
ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΙΑ
ΕΜΠΟΡΙΟ ΦΡΟΥΤΩΝ - ΛΑΧΑΝΙΚΩΝ

Τρίτη 16 Ιουλίου 2019

Αργολίδα: Η μυθολογική ιστορία του τόπου που γέννησε θεούς και ανθρώπους

ΑΡΓΟΛΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ | 12:21:00 μ.μ. | |
Αργολίδα: Η μυθολογική ιστορία του τόπου που γέννησε θεούς και ανθρώπους

Όταν ο Δίας ερωτεύτηκε την Ιώ:

«Τώρα είναι η σιδερένια πια γενιά», θρηνεί για την εποχή του (Ζ’ π.Χ. αιώνας) ο Ησίοδος που, όπως κάθε καθώς πρέπει παλιός, οικτίρει την κατάντια των νέων. Και αριθμώντας πέντε γένη ανθρώπων (χρυσό, ασημένιο, χάλκινο, ηρώων και σιδερένιο), ορίζει ότι οι πόλεμοι ξεκίνησαν με το τρίτο (το χάλκινο). Δίας, Ήρα και Ποσειδών ευθύνονται, με τις δραστηριότητές τους, για τη δημιουργία βασιλείων στον Ελλαδικό χώρο αλλά και σε ολόκληρη τη Βόρεια Αφρική, τη μεσογειακή ακτή της Ασίας και τη Μικρά Ασία.


Μέχρι να ανακατευτούν αυτοί, ειρήνη βασίλευε στα ανθρώπινα γένη. Και τα αρχαιολογικά ευρήματα πιστοποιούν ότι η μετάβαση, από τη Νεολιθική εποχή ως την Ύστερη Χαλκοκρατία, υπήρξε ειρηνική, δίχως συγκρούσεις. Στον Ελλαδικό χώρο, η αρχή των πολεμικών γεγονότων συμπίπτει με την εποχή των Αχαιών. Είναι η πάλη του νέου με το παλιό που αντηχεί ακόμα στους μύθους, που έφτασαν ως τις μέρες μας. Κι απηχεί την παράξενη σχέση των Ελλήνων με τη Βόρεια Αφρική. Έτσι κι αλλιώς, ο Αργολικός κάμπος έγινε μάρτυρας τρομερών συνωμοσιών, ερωτικών εγκλημάτων και αέναης μάχης για την εξουσία. Με τους θεούς του Ολύμπου να έχουν βάλει το χέρι τους και να φέρουν μεγάλο μερίδιο από την ευθύνη για όλο το κακό.

Ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος και ο Απολλώνιος ο Ρόδιος μας λένε πώς έγιναν τα πράγματα. Όλα ξεκίνησαν από τον ποταμό Ίναχο, που είχε πατέρα τον Ωκεανό και μητέρα την Τηθύ (τη γυναικεία εκδοχή του ωκεανού). Αυτός κυρίως κατακύρωσε την Αργολίδα στην Ήρα και προκάλεσε τον θυμό του Ποσειδώνα. Της Ήρας την οργή την προκάλεσε η κόρη του, Ιώ, χωρίς ιδιαίτερα να φταίει. Ένα όνειρο, που είδε, την έκανε να πάει στα μέρη της Λέρνας, όπου την περίμενε ο Δίας, ερωτευμένος μαζί της, καθώς είχε πιει ένα μαγικό ερωτικό φίλτρο. Κατ’ άλλους, ο Δίας την αποπλάνησε παίρνοντας τη μορφή ενός σύννεφου. Η κόρη, μετά την περιπέτειά της, αναγκάστηκε να φύγει κι ο Δίας τη μεταμόρφωσε σε αγελάδα, για να τη γλιτώσει από τη ζήλια της γυναίκας του.

Η Ήρα καμώθηκε πως ήθελε την αγελάδα δώρο κι ο αρχηγός των θεών υποχρεώθηκε να της τη χαρίσει. Η θεά την έδωσε στον Πανόπτη Άργο να τη φυλάει. Ήταν κι αυτός γιος του ποταμού Ίναχου κι ονομαζόταν Πανόπτης, επειδή είχε σκεπασμένο όλο του το κορμί με μάτια. Όταν κοιμόταν, τα μισά από αυτά έμεναν ανοιχτά και τα άλλα μισά κλειστά. Έδεσε την Ιώ σ’ ένα δέντρο. Μουγκάνιζε όλη μέρα από τη λύπη της και γι’ αυτό είπαν την περιοχή «Μυκήνες» (από το ρήμα μυκάομαι = μουγκρίζω σαν αγελάδα).

O Δίας όμως δεν έπαψε να τη λυπάται. Έστειλε τον Ερμή να κάνει κουμάντο. Ο Άργος κοιμόταν με τα μισά μάτια κλειστά και τα μισά ανοιχτά. Ο Ερμής κατάφερε να τον βυθίσει σε τέτοιον ύπνο, που σφάλισε όλα του τα μάτια. Έτσι, ο φτεροπόδαρος θεός κατόρθωσε να τον σκοτώσει και να ελευθερώσει την αγελάδα. Η Ήρα πήρε τα μάτια του Άργου και τα τοποθέτησε στην ουρά του παγωνιού κι έστειλε μια τεράστια αλογόμυγα να βασανίζει την αγελάδα Ιώ, που άρχισε να τρέχει σαν τρελή.

Πέρασε τη θάλασσα, που από το όνομά της βαφτίστηκε Ιόνιο πέλαγος, στράφηκε βόρια κι έδωσε το όνομα Βόσπορος (Βοός πόρος = πέρασμα) στα στενά, για να καταλήξει τελικά στην Αίγυπτο, όπου την πρόλαβε ο Δίας, την άγγιξε και της επανέφερε έτσι την προηγούμενη μορφή, αφήνοντάς την έγκυο.

Γέννησε τον ΄Επαφο (από την επαφή), που τον έκλεψαν οι Κουρήτες κατά διαταγή της Ήρας. Οργίστηκε ο αρχηγός των θεών και τους εξολόθρευσε, ενώ η Ιώ βρήκε το νεογέννητο στη Συρία. Τα βάσανα της δύσμοιρης μάνας τέλειωσαν με τον γάμο της με τον βασιλιά της χώρας, Τηλέγονο. Όταν ο γιος της μεγάλωσε, παντρεύτηκε τη Μέμφιδα, με την οποία απόκτησε τρεις κόρες: Τις Λιβύη, Θήβα και Λυσιάνασσα. Ο Ποσειδώνας ερωτεύτηκε και τις τρεις.

Η Λιβύη έδωσε το όνομά της σε ολόκληρη τη γη, από τη χώρα των Μαυροπόδαρων ως τον ωκεανό. Από την ένωσή της με τον Ποσειδώνα, καταπώς το συνήθιζε το σπέρμα του θεού, γεννήθηκαν δίδυμα, ο Βήλος και ο Αγήνωρ. Ο Βήλος, που μοιάζει να μην είναι άλλος από τον θεό Βάαλ των Βαβυλωνίων, παντρεύτηκε την Αγχινόη, κόρη του Νείλου, κι απέκτησε παιδιά τον Αίγυπτο τον Δαναό και, κατά τον Βιργίλιο, τη Διδώ, που, μετά από διάφορες περιπέτειες, ίδρυσε το αφρικανικό κράτος της Καρχηδόνας, αντίπαλης της Ρώμης στα ιστορικά χρόνια.
Ο Δαναός, οι Δαναΐδες και η Δανάη:

Ο Βήλος μοίρασε τη δική του επικράτεια στους γιους του: Ο Αίγυπτος πήρε την Αραβία και κατέκτησε τη χώρα των Μαυροπόδαρων, στην οποία έδωσε το όνομά του. Ο Δαναός πήρε το Άργος. Κατά μιαν άλλη εκδοχή, ο Δαναός τσακώθηκε με τον Αίγυπτο και μετακόμισε στο Άργος, απ’ όπου εκθρόνισε τον εκεί βασιλιά, Γελάνορα. Κατά τη μυθολογία, ο Δαναός είναι που έφερε στην Ελλάδα τα γράμματα, δίδαξε τη γεωργία και ναυπήγησε την πρώτη πεντηκόντορο (πλοία με 50 κουπιά). Από το όνομά του, οι Έλληνες ονομάζονταν και Δαναοί.

Παντρεύτηκε δέκα γυναίκες κι απέκτησε πενήντα κόρες, τις Δαναΐδες. Ο αδελφός του, Αίγυπτος, απέκτησε πενήντα γιους. Οι πενήντα κόρες του Δαναού παντρεύτηκαν τους ισάριθμους ξαδέρφους τους, τους οποίους, με προτροπή του πατέρα τους, σκότωσαν την πρώτη νύχτα του γάμου. Μόνη, που δεν υπάκουσε, ήταν η Υπερμήστρα, που έσωσε τον άντρα της, Λυγκέα.

Ο Λυγκέας σκότωσε τον Δαναό και τις 49 Δαναΐδες που καταδικάστηκαν να γεμίζουν στον Άδη ένα τρύπιο πιθάρι, τον γνωστό «πίθο των Δαναΐδων». Μόνος πια με τη γυναίκα του, έγινε βασιλιάς του Άργους, ιδρύοντας την πρώτη δυναστεία των Αργείων. Γιος του ήταν ο Άβας που ταυτίζεται και με τον γενάρχη του λαού των Αβάντων και που παντρεύτηκε την Ωκάλεια.

Τα δίδυμα του Άβαντα και της Ωκάλειας (ο Ακρίσιος και ο Προίτος) άρχισαν να τσακώνονται, απ’ όταν ακόμα βρίσκονταν στην κοιλιά της μάνας τους. Όταν μεγάλωσαν, ο Ακρίσιος έδιωξε τον Προίτο και πήρε τον θρόνο του Άργους. Ο Προίτος κατέφυγε στη Μικρά Ασία, στην αυλή του βασιλιά Ιοβάτη που τον καλοδέχτηκε και του έδωσε γυναίκα την κόρη του. Με τον στρατό του πεθερού του, ο Προίτος εκστράτευσε εναντίον του αδελφού του αλλά στη διάρκεια της μάχης τα βρήκαν: Ο Προίτος πήρε την Τίρυνθα και ο Ακρίσιος το Άργος. Αδιαμφισβήτητος βασιλιάς, ο Ακρίσιος παντρεύτηκε την Ευρυδίκη, κόρη του Λακεδαίμονα, κι ετοιμάστηκε να γίνει γενάρχης κραταιάς δυναστείας. Πλην όμως, του προέκυψε η Δανάη, πανέμορφη κόρη αλλά θηλυκό. Κατέφυγε στους Δελφούς ρωτώντας, τι πρέπει να κάνει για να αποκτήσει αρσενικούς απογόνους. Η απάντηση τον τρόμαξε: Καλύτερα να μην έχει αρσενικούς απογόνους γιατί ήταν γραφτό να τον σκοτώσει ο εγγονός του. Γύρισε το Άργος έχοντας χάσει κάθε επιθυμία να αποκτήσει κι άλλα παιδιά. Και για να μην την πάθει από κάποιον γιο της Δανάης, έβαλε και του έφτιαξαν ένα χάλκινο (ή, κατ’ άλλους, χρυσό) δωμάτιο, το έχωσε βαθιά μέσα στη γη κι έκλεισε εκεί μέσα την όμορφη κόρη του.
Περσέας και Ανδρομέδα:

Το πρόβλημα για τον Ακρίσιο ήταν ότι ο Δίας είδε την όμορφη Δανάη και την πόθησε. Μεταμορφώθηκε σε χρυσή βροχή, πέρασε από τα ανοίγματα του υπόγειου κελιού, ξαναπήρε τη μορφή του, κατέκτησε τη Δανάη και αποχώρησε. Στους εννιά μήνες, γεννήθηκε ο Περσέας. Λύσσαξε ο Ακρίσιος, πήρε μάνα και γιο, τους έκλεισε σε μια λάρνακα και τους έριξε στη θάλασσα. Αυτό που γράφει, όμως, δεν ξεγράφει. Η λάρνακα μπλέχτηκε στα δίχτυα ενός ψαρά από τη Σέριφο που την ανέσυρε, την άνοιξε κι αποφάσισε να σώσει μητέρα και μωρό.

Μεγαλώνοντας, ο Περσέας σκότωσε τον παππού του κατά λάθος και περιπλανήθηκε αναζητώντας την κάθαρση. Έκανε απίστευτα κατορθώματα, ανάμεσα στα οποία ο φόνος της Μέδουσας και η απελευθέρωση της Ανδρομέδας.

Η Ανδρομέδα ήταν κόρη του βασιλιά της Αιθιοπίας, Κηφέα, και της εγωπαθούς Κασσιόπης, που περηφανεύτηκε ότι είναι πιο όμορφη από τις Νηρηίδες. Ο Ποσειδών θύμωσε κι έστειλε τη Μέδουσα να καταστρέψει τον τόπο. Για να εξευμενίσουν τον θεό, οι Αιθίοπες έδεσαν την κόρη σ’ ένα βράχο με σκοπό να την προσφέρουν θυσία στο τέρας. Πάνω στην ώρα, περνούσε από εκεί ο Περσέας, την είδε, την ερωτεύτηκε κι αποφάσισε να τη σώσει, πράγμα καθόλου εύκολο.

Η Μέδουσα ήταν τέρας με όψη τρομακτική, με φίδια αντί για μαλλιά, δόντια αγριογούρουνου, χάλκινα χέρια και χρυσά φτερά. Το τρομερό της όπλο, όμως, ήταν η ματιά της, που απολίθωνε, όποιον τολμούσε να την αντικρίσει. Γεννημένη αντίπαλος του Ποσειδώνα, η θεά Αθηνά παρουσιάστηκε την κατάλληλη στιγμή και συμβούλεψε τον Περσέα να μονομαχήσει κοιτάζοντας τη Μέδουσα μέσα από το καθρέφτισμά της στην ασπίδα του. Με τον τρόπο αυτόν, ο Περσέας μπόρεσε να αποκεφαλίσει τη Μέδουσα, να χαρίσει το κεφάλι της (χωρίς να το κοιτάζει) στη θεά και να ελευθερώσει την αγαπημένη του. Η Αθηνά κόσμησε την ασπίδα της με το κεφάλι του τέρατος και χάρισε στον Ασκληπιό το μαγικό του αίμα: Αυτό που προερχόταν από τη δεξιά μεριά της Μέδουσας θεράπευε τους ανθρώπους, ενώ εκείνο που προερχόταν από τη δεξιά, τους σκότωνε.

Όταν η Μέδουσα αποκεφαλίστηκε, από μέσα της ξεπήδησε ένα φτερωτό άλογο, ο Πήγασος, που κανένας δεν μπορούσε να δαμάσει. Κάποιος μάντης συμβούλεψε τον ήρωα Βελλερεφόντη να κοιμηθεί μια νύχτα στο ναό της Αθηνάς. Η θεά παρουσιάστηκε στον ύπνο του και του χάρισε ένα μαγικό χαλινάρι. Με αυτό, ο Βελλερεφόντης μπόρεσε να δαμάσει τον Πήγασο και να κάνει τα θρυλικά του κατορθώματα.

Γιος του θεού Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Κορίνθου Γλαύκου, ο Βελλερεφόντης χρωστά το όνομά του στο γεγονός ότι σκότωσε τον αδελφό του Βέλλερο (Βέλλερου φονιάς). Για να εξαγνιστεί, κατέφυγε στην Τίρυνθα, όπου βρήκε καταφύγιο στον βασιλιά της, Προίτο. Όμως, η γυναίκα του βασιλιά τον κατασυκοφάντησε κι ο Προίτος τον ξαπέστειλε στον πεθερό του, Ιοβάτη ή Αμφιάνακτα. Ο τελευταίος ανέθεσε στον ήρωα μια σειρά από άθλους ελπίζοντας ότι σε κάποιον απ’ όλους θα σκοτωθεί. Ο ήρωας, χάρη στις ικανότητες του φτερωτού του αλόγου, του Πήγασου, νίκησε και σκότωσε τη Χίμαιρα, νίκησε τις Αμαζόνες, τους Σολόμους και τους Λύκιους και γύρισε στον Ιοβάτη νικητής και τροπαιούχος. Αυτός τον θαύμασε, του ’δωσε την κόρη του για σύζυγο και του χάρισε το μισό βασίλειο. Όλα θα τέλειωναν καλά, αν ο ήρωας δεν αποφάσιζε να ανέβει στον Όλυμπο να δει πώς ζουν εκεί οι θεοί Ο Δίας θύμωσε, τον τύφλωσε και τον καταδίκασε να περιπλανιέται σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του.

Σώζοντας την Ανδρομέδα, ο Περσέας μπόρεσε να την παντρευτεί. Γύρισε στην Πελοπόννησο, αντάλλαξε το Άργος με την Τίρυνθα, έκτισε τις Μυκήνες, διοικώντας από εκεί, κι έγινε ιδρυτής δυναστείας. Ο γιος του, Σθένελος, βασίλευσε ταυτόχρονα στις Μυκήνες και την Τίρυνθα. Γιος του Σθένελου κι εγγονός του Περσέα ήταν ο Ευρυσθέας που καταταλαιπώρησε τον Ηρακλή.

Αργότερα, Κηφέας, Κασσιόπη, Περσέας, Ανδρομέδα και Πήγασος έγιναν αστέρια στο Βόρειο ημισφαίριο.
Η προέλευση του Ηρακλή:

Ο Τζορτζ Τόμσον ο ιστοριοδίφης αυτός με τις κάπως ακραίες θέσεις, από το 1949 (στο βιβλίο του «Η αρχαία ελληνική κοινωνία και το προϊστορικό Αιγαίο») είχε διατυπώσει την άποψη ότι «η ομοσπονδιακή ένωση των Δωριέων ήταν ένα τεχνητό κατασκεύασμα που σχηματίστηκε στην Κεντρική Ελλάδα κάτω από την επίδραση που είχαν πάνω τους οι προϊστορικές κουλτούρες των Δελφών και της Βοιωτίας». Ο ίδιος υποστήριξε ότι η γενεαλογία του Έλληνα με τους τρεις γιους ήταν επινόηση των ιστορικών χρόνων που καμιά σχέση δεν είχε με την «αληθινή» γενεαλογία της μυθολογίας.

Οι απόψεις αυτές ίσως σήμερα να έβρισκαν περισσότερους οπαδούς, κάτω από το φως των ευρημάτων και της αναγκαστικής αναθεώρησης των θεωριών γύρω από την εμφάνιση των Δωριέων. Ακολουθώντας τ’ αχνάρια της θεάς Δήμητρας, ο Τόμσον διατύπωσε την άποψη πως ο Ηρακλής έρχεται από την Κρήτη ως σύντροφος της ασιατικής θεάς, ενώ και άλλοι παλιότερα είπαν ότι η προέλευσή του είναι φοινικική και μάλιστα από τον ήρωα Μελκάρτ. Και επιμένει ότι αρχικά ο Ηρακλής ήταν δεμένος με την Ήρα κι ας παραδίδει η μυθολογία το μίσος της θεάς για τον γιο της Αλκμήνης. Το όνομα, γράφει, δηλώνει «αυτός που τον φωνάζουν (καλείται) με το όνομα της Ήρας». Και παραθέτει μια σειρά από επιχειρήματα για τις παλιές καλές σχέσεις θεάς και ημίθεου:

Στη Σπάρτη, ο Ηρακλής ίδρυσε ναό στην Ήρα, επειδή η θεά τον βοήθησε να σκοτώσει τον σφετεριστή του θρόνου και τους δώδεκα γιους του, όταν αποκατέστησε τον Τυνδάρεο στον θρόνο του. Κι όταν η Ήρα πάλευε με τον γίγαντα Πορφυρίωνα, στη διάρκεια της Γιγαντομαχίας, ο Ηρακλής ήταν εκείνος που την απάλλαξε από τον αντίπαλό της, σκοτώνοντάς τον μ’ ένα βέλος. Και η Ήρα ήταν εκείνη που τον υποδέχτηκε και στον κήπο των Εσπερίδων και στις Μυκήνες, όταν γύρισε εκεί με τα τρία χρυσά μήλα.

Όλα αυτά έχουν αμφισβητηθεί. Από την αρχαιότητα ακόμα, πίστευαν πως οι ήρωες ήταν δύο: Ένας Κρητικός κι ένας Αργείος. Κι έπειτα ξεφύτρωσε κι ο δωρικός, που όμως ταυτίζεται με τον Αργείο. Όσο ο Ηρακλής άλλαζε στρατόπεδο κι, από ήρωας των Αχαιών, γινόταν δωρικό πρότυπο, τόσο τροποποιούταν και η μορφή του. Από σκληρός κι αμείλικτος τιμωρός των αδίκων και προστάτης των αδυνάτων και των αδικημένων, μετατρεπόταν σε έναν καλοκάγαθο και καλόκαρδο γίγαντα, όχι και τόσο φημισμένο για το μυαλό του. Κι όσο αυτή η εικόνα παγιωνόταν, τόσο ανέβαινε η εκτίμηση στον αδιαμφισβήτητο ήρωα των Αχαιών, Θησέα.
Ο Δίας και η Αλκμήνη:

Αναφέρθηκε ήδη ότι η Υπερμνήστρα ήταν η μοναδική που επέζησε από τις Δαναΐδες, τις κόρες του Δαναού που πήρε το αρχαίο βασίλειο του Άργους, όταν έφυγε από την Αφρική. Ο Λυγκέας ήταν ο μοναδικός γιος του Αιγύπτου, που επέζησε από τους συνολικά πενήντα. Γιος τους ήταν ο Άβας, που απέκτησε παιδιά τον Προίτο, βασιλιά της Τίρυνθας, και τον Ακρίσιο, που τον διαδέχτηκε στο Άργος. Αυτού του τελευταίου παιδί ήταν η όμορφη Δανάη, που για χάρη της ο Δίας έγινε χρυσή βροχή και της έδωσε γιο τον Περσέα.

Ο ιδρυτής και πρώτος βασιλιάς των Μυκηνών, Περσέας, πήρε γυναίκα του την Ανδρομέδα, με την οποία έκανε τέσσερις γιους και μια κόρη: Τους Πέρση, Αλκαίο, Ηλεκτρύωνα, Σθένελο και τη Μήστορα. Κι ενώ η γυναίκα του Σθένελου αργούσε να μείνει έγκυος, ο Ηλεκτρύων απέκτησε μια κόρη καλλονή, την Αλκμήνη με τα όμορφα μαλλιά, τα μαύρα ματοτσίνορα και τα μακριά ωραία πόδια. Κι όταν η Αλκμήνη μεγάλωσε, παντρεύτηκε από έρωτα τον Αμφιτρύωνα, γιο του Αλκαίου και πρωτοξάδερφό της, διάδοχο του θρόνου της Τίρυνθας.

Ο Σθένελος κατόρθωσε να διώξει τον Αμφιτρύωνα από την περιοχή κι εκείνος κατέφυγε στη Θήβα, μαζί με τη γυναίκα του. Ο Δίας είδε την Αλκμήνη και την ερωτεύτηκε τόσο πολύ, ώστε ποτέ άλλοτε δεν ξανασυνδέθηκε με θνητή! Η Αλκμήνη, όμως, αγαπούσε τον άνδρα της και του ήταν απόλυτα πιστή. Ο αρχηγός των θεών έναν μόνο τρόπο είχε για να πετύχει τον σκοπό του: Την απάτη.

Μια μέρα που ο Αμφιτρύων έλειπε στο κυνήγι, πήρε τη μορφή του και παρουσιάστηκε μπροστά της, τάχα κουρασμένος από την ολοήμερη προσπάθεια. Έπεσαν να κοιμηθούν, χωρίς η γυναίκα να μάθει ποιον είχε πλάι της. Με διαταγή του Δία, μάλιστα, ο ήλιος έκανε τρεις μέρες να βγει κι εκείνη η νύχτα η μαγική κράτησε τρία 24ωρα. Γύρισε κι ο Αμφιτρύων κατάκοπος, οπότε η Αλκμήνη κατάλαβε τι είχε συμβεί. Κοιμήθηκαν και η γυναίκα έμεινε έγκυος. Γέννησε δίδυμα, τον Ηρακλή από το σπέρμα του Δία και τον αδύναμο Ιφικλή από του Αμφιτρύωνα.
Η γέννηση του ημίθεου:

Επί εννιά μήνες, ο Δίας ζούσε με την ανάμνηση των ωρών που πέρασε κοντά στην Αλκμήνη. Κι όσο πλησίαζε η ώρα της γέννας, τόσο ο αρχηγός των θεών δεν κρατιόταν. Την κρίσιμη μέρα, άρχισε να υπερηφανεύεται στους άλλους του Ολύμπου για τον γιο που επρόκειτο ν’ αποκτήσει. Η Ήρα σκύλιασε από το κακό της. Η ζαβολιά γεννήθηκε μέσα της.

«Αν είναι, όπως τα λες, τότε πρέπει να ορκιστείς ότι το βασιλόπουλο που σήμερα θα γεννηθεί πρώτο, θα κυριαρχήσει σε όλους τους γείτονές του», είπε.

«Και βέβαια θα το ορκιστώ αυτό», απάντησε ο Δίας κι έσπευσε να το κάνει. Η Ήρα δεν έχασε καιρό. Χύθηκε στη Θήβα κι έκανε τις ωδίνες του τοκετού της Αλκμήνης να σταματήσουν. Μετά, πετάχτηκε στην Αργολική πεδιάδα, όπου η επιτέλους έγκυος γυναίκα του Σθένελου περνούσε τον καιρό της περιμένοντας, κι έκανε να γεννηθεί ο Ευρυσθέας, επταμηνίτικος. Έπειτα, γύρισε στον Όλυμπο κι ανάγγειλε τα νέα στον αφελή άντρα της. Όταν γεννήθηκε ο Ηρακλής, είχε κιόλας δεθεί στις θελήσεις του θείου του. Ήταν, όμως, παντοδύναμος και η όψη του προανάγγελλε ότι αυτός θα κυριαρχούσε στη Γη. Η Ήρα έστειλε στην κούνια δυο φίδια να τον πνίξουν. Ο Ηρακλής τα πήρε για παιχνίδι, τα ’δεσε κόμπο μεταξύ τους και τα πέταξε, νεκρά, στα πόδια των γονιών του που μπήκαν τρομαγμένοι στο δωμάτιο.

Ο Ηρακλής μεγάλωσε στη Θήβα, προκαλώντας αλλά και λύνοντας προβλήματα (βλ. σχετικά στην Ιστορία της Βοιωτίας). Παντρεύτηκε τη Μεγάρα, την κόρη του βασιλιά Κρέοντα, αλλ’ όσα παιδιά απέκτησε μαζί της, τα σκότωσε σε μια στιγμή μανίας. Μετά, πήρε τον δρόμο για την Αργολίδα, προκειμένου να μπει στην υπηρεσία του Ευρυσθέα.
Οι δώδεκα άθλοι:

Τον υπηρέτησε δώδεκα χρόνια, εκτελώντας δώδεκα άθλους, τον ένα πιο δύσκολο από τον άλλο:

Πρώτη αποστολή ήταν να φέρει στις Μυκήνες το τομάρι του λιονταριού της Νεμέας, που άτρωτο κι ανίκητο κατοικούσε σε μια σπηλιά με δυο εξόδους. Ο Ηρακλής προσπάθησε να ξεμπερδέψει, χρησιμοποιώντας το τόξο του. Τα βέλη, όμως, δεν διαπερνούσαν το θηρίο. Έφραξε τη μια είσοδο, μπήκε στη σπηλιά από την άλλη, πάλεψε μαζί του και τελικά το στραγγάλισε. Περισσότερη ώρα του πήρε να γδάρει το τομάρι και να το φορέσει. Είναι η λεοντή, την οποία σε όλη του τη ζωή ποτέ δεν αποχωρίστηκε.

Στον δεύτερο άθλο, ο Ηρακλής είχε παρέα και τον φίλο του, Ιόλαο, που οδηγούσε το άρμα. Έπρεπε να σκοτώσει τη Λερναία Ύδρα, το τέρας με τα εννέα ή εκατό κεφάλια. Τη βρήκε στη Λέρνη, όπου κατοικούσε. Η μάχη ήταν δύσκολη, επειδή, κάθε φορά που της έκοβε ένα κεφάλι, ξεπετάγονταν στη θέση του άλλα δύο. Έβαλε τον Ιόλαο ν’ ανάψει φωτιά και να του φέρνει αναμμένα κλαδιά, με τα οποία έκαιγε τους κομμένους λαιμούς, τους καυτηρίαζε κι έτσι νέα κεφάλια δεν ξεπετάγονταν.

Το τρίτο που είχε να κάνει, ήταν να πάει στον Ευρυσθέα την Κερυνίτιδα έλαφο, το ελάφι του βουνού Κερύνεια, που η Ταϋγέτη είχε αφιερώσει στην Άρτεμη. Είχε χρυσά κέρατα κι ακούραστα χάλκινα πόδια. Ο Ηρακλής δεν μπορούσε να το φτάσει αλλά το σταμάτησε φράζοντας τον δρόμο του με καταιγισμό από βέλη, που έπεφταν μπροστά στο ζωντανό και δεν το άφηναν να προχωρήσει. Σύμφωνα με άλλους συγγραφείς πιο πρακτικούς, το ελάφι πιάστηκε μ’ ένα δίχτυ, που του πέταξε ο ημίθεος.

Τέταρτη αποστολή ήταν να αιχμαλωτίσει τον Ερυμάνθιο κάπρο και να τον πάει στις Μυκήνες. Το πέτυχε, αφού τον έστρωσε στο κυνήγι, ώσπου το ζωντανό κουράστηκε κι αφέθηκε στον Ηρακλή να το συλλάβει.

Πέμπτος άθλος ήταν ο καθαρισμός των στάβλων του βασιλιά της Ηλείας, Αυγεία, από την κοπριά. Ήταν στοίβες ολόκληρες, καθώς ο Αυγείας είχε αμέτρητα κοπάδια. Ο Ηρακλής γκρέμισε έναν τοίχο κι έστρεψε τις κοίτες των ποταμών Αλφειού και Πηνειού να περάσουν μέσα από τους στάβλους, καθαρίζοντάς τους μέσα σε μια μέρα.

Η έκτη διαταγή του Ευρυσθέα ήταν να εξολοθρεύσει ο Ηρακλής τις Στυμφαλίδες Όρνιθες με τα χάλκινα φτερά, που έτρωγαν ανθρώπους. Με τα κύμβαλα που του έδωσε η Αθηνά, ο Ηρακλής τις ανάγκασε να σηκωθούν στον αέρα και, χτυπώντας τες με τα βέλη του, τις σκότωσε.

Έβδομος άθλος ήταν να πάει στην Κρήτη και να συλλάβει τον μανιασμένο ταύρο (βλ. [ Πατριδογνωσία ] «Ιστορία της Κρήτης»: Η περιπλάνηση του ταύρου), που τον έφερε στις Μυκήνες, τον έδειξε στον Ευρυσθέα κι έπειτα τον άφησε ελεύθερο. Ο ταύρος κατέληξε στον Μαραθώνα της Αττικής, όπου κάποια στιγμή τον σκότωσε ο Θησέας.

Ο όγδοος άθλος ήταν να πάει ο Ηρακλής στη Θράκη και να αιχμαλωτίσει μερικά από τα ανθρωποφάγα άλογα του Διομήδη, συνώνυμου του παλιού βασιλιά του Άργους. Ο Ηρακλής το πέτυχε, όχι χωρίς απώλειες συντρόφων του, που ο Διομήδης έριχνε τροφή στα ζωντανά του. Ο ήρωας έριξε και τον ίδιο να τον φάνε τα άλογα (βλ. [ Πατριδογνωσία ] «Ιστορία της Θράκης»: Ο θρακικός Άρης), μάζεψε μερικά και τα πήγε στις Μυκήνες, απ’ όπου ο Ευρυσθέας τα έδιωξε. Κατέληξαν στον Όλυμπο, όπου κατασπαράχτηκαν από τα εκεί άγρια θηρία.

Η ένατη αγγαρεία, που ο ημίθεος υποχρεώθηκε να κάνει, ήταν να φέρει στον Ευρυσθέα τη ζώνη της βασίλισσας των αμαζόνων, Ιππολύτης. Ο Ηρακλής οργάνωσε ολόκληρη εκστρατεία, νίκησε στη μάχη, σκότωσε την Ιππολύτη ή την αιχμαλώτισε και της πήρε τη ζώνη με αντάλλαγμα την ελευθερία της. Επιστρέφοντας, ο Ηρακλής και οι σύντροφοί του πέρασαν κι από την Τροία, σαν μια πρώτη γεύση για τη μελλοντική εκστρατεία που θα γινόταν εκεί.

Ο Ευρυσθέας, πάντως, κόντευε να πάθει από το κακό του, επειδή ο ημίθεος σε όλα τα κατάφερνε. Οι τρεις τελευταίοι άθλοι που του ανάθεσε να διεκπεραιώσει, ήταν τρομεροί σε σύλληψη, καθώς ο Ηρακλής έπρεπε να ταξιδέψει σε απίθανα μέρη:

Ο δέκατος ήταν να φέρει τα βόδια του τρικέφαλου Γηρυόνη, που κατοικούσε στο νησί Ερύθεια, πέρα από τον ωκεανό. Τα κατάφερε να φτάσει με τη βοήθεια του Ήλιου, αφού πρώτα έστησε στα στενά του Γιβραλτάρ τις δυο κολόνες που ονομάστηκαν Ηράκλειες Στήλες. Σκότωσε τον τρικέφαλο και τους τερατώδεις βοηθούς του κι ύστερα από πολλές περιπέτειες γύρισε στις Μυκήνες.

Ο ενδέκατος άθλος ήταν να φέρει τρία από τα έξι χρυσά μήλα των Εσπερίδων. Ξαναπέρασε τον ωκεανό με μύριες όσες περιπέτειες και τα κατάφερε με τη βοήθεια του Άτλαντα.

Ο τελευταίος άθλος ήταν κι ο πιο τρομερός: Ο Ευρυσθέας ζήτησε να του φέρει τον Κέρβερο, τον άγριο φύλακα του Άδη. Με τη βοήθεια της Αθηνάς και του Ερμή, ο Ηρακλής μπόρεσε να φτάσει στον Άδη και να ζητήσει «δανεικό» τον Κέρβερο. Ο βασιλιάς του Κάτω Κόσμου έδωσε την άδεια, αρκεί ο ημίθεος να κατόρθωνε μόνος και χωρίς τα όπλα του να συλλάβει το τέρας. Στην πάλη που ακολούθησε, ο Ηρακλής κατάφερε ένα γερό κεφαλοκλείδωμα, που παρέλυσε τον Κέρβερο. Έδειξε το τέρας στον Ευρυσθέα, το επέστρεψε στον Άδη κι έμεινε ελεύθερος από κάθε υποχρέωση. Πάντρεψε και τη Μεγάρα με τον φίλο του Ιόλαο κι έμεινε και χωρίς συζυγικές υποχρεώσεις.
Κινούμενος όλεθρος:

Η Αλθαία ήταν αδελφή της Λήδας και κόρη του Θέστιου, στον οποίο προσέφυγε ο Τυνδάρεος, όταν τον έδιωξε ο αδερφός του από τη Σπάρτη. Την ερωτεύτηκε ο Διόνυσος κι απέκτησε μαζί της κόρη, τη Δηιάνειρα. Αργότερα, όμως, είπαν ότι η Δηιάνειρα ήταν κόρη του Οινέα, απόγονου τρίτης γενιάς του θεού Ποσειδώνα και τέταρτης του Δώρου. Ήταν πανέμορφη αδερφή του ήρωα Μελέαγρου κι ατρόμητη στα αγωνίσματα και στη μάχη. Την ερωτεύτηκαν ο Αχελώος αλλά κι ο Ηρακλής κι αυτό έγινε αιτία να παλέψουν οι δυο τους για το ποιος θα την πάρει. Ο Αχελώος μεταμορφωνόταν συνεχώς, ώσπου πήρε τη μορφή ενός είδους Μινώταυρου. Ο Ηρακλής του έσπασε το ένα κέρατο και τον νίκησε. Ο ποταμός αναγκάστηκε όχι μόνο να παραδεχτεί την ήττα του αλλά και να ανταλλάξει το σπασμένο κέρατο με το κέρας της Αμάλθειας.

Ηρακλής και Δηιάνειρα παντρεύτηκαν και πήγαν να μείνουν στην Καλυδώνα, όπου γεννήθηκε ο γιος τους Ύλλος. Όμως, αυτός που είχαν βάλει να τους υπηρετεί, κάποια στιγμή κι από αδεξιότητα, έχυσε πάνω στον Ηρακλή μια λεκάνη με νερό. Η αυθόρμητη γροθιά του ημίθεου τον σκότωσε. Αναγκαστικά, έπρεπε να τα μαζέψουν και να φύγουν. Το ταξίδι τους ήταν γεμάτο περιπέτειες, μερικές από τις οποίες καθοριστικές για τη γενεαλογία των Ελλήνων.

Το βασίλειο του Αιγιμιού βρισκόταν στη Βόρεια Θεσσαλία. Ο Αιγιμιός ήταν γιος του Δώρου κι ας μη συμβιβάζεται αυτό με το ότι η Δηιάνειρα ήταν απόγονος πέμπτης γενιάς του γενάρχη των Δωριέων. Κάποια στιγμή, ο Αιγιμιός δέχτηκε επίθεση από τους Λαπίθες. Έστειλε και φώναξαν τον Ηρακλή και του υποσχέθηκε το ένα τρίτο από το βασίλειό του, αν έβαζε ένα χεράκι. Οι Λαπίθες, που παλιότερα είχαν τον Ηρακλή σύμμαχό τους, όταν εξολόθρευσαν τους Κένταυρους, τούτη τη φορά βρήκαν τον ημίθεο εχθρό τους. Νικήθηκαν κι αποχώρησαν. Ο Αιγιμιός θέλησε να τηρήσει την υπόσχεσή του, αλλ’ ο Ηρακλής παραιτήθηκε υπέρ του γιου του. Έτσι, ο Αιγιμιός χώρισε το βασίλειό του στα τρία, δίνοντας από ένα κομμάτι στους γιους του, Δύμαντα και Πάμφυλο, κι ένα στον Ύλλο. Με τον τρόπο αυτόν δημιουργήθηκαν οι τρεις δωρικές φυλές: Υλλείς, Δυμάνες και Πάμφυλοι.

Φεύγοντας, ο Ηρακλής και η Δηιάνειρα έπρεπε να διαβούν τον ποταμό Εύηνο. Εκεί είχε καταφύγει ο τελευταίος Κένταυρος, Νέσσος, κι έβγαζε το ψωμί του περνώντας τους διαβάτες από τη μιαν όχθη στην άλλη. Ο Ηρακλής κολύμπησε, ενώ η Δηιάνειρα προτίμησε τη σχεδία. Όσο να περάσουν απέναντι, ο Νέσσος προσπάθησε να τη βιάσει. Η Δηιάνειρα έβαλε τις φωνές κι ο Ηρακλής έβγαλε το τόξο του και χτύπησε τον Κένταυρο κατάστηθα. Πριν να ξεψυχήσει, ο Νέσσος έπεισε τη Δηιάνειρα να μαζέψει το αίμα του και να το κρατήσει για φίλτρο: Αν ποτέ ο Ηρακλής την άφηνε για κάποιαν άλλη, με το φίλτρο αυτό, θα τον ξανάφερνε κοντά της, αρκεί να άλειφε τον χιτώνα, που ο ημίθεος θα φορούσε.

Η χώρα των Δρυόπων βρισκόταν ανάμεσα στην Οίτη και στον Παρνασσό. Οι Δρύοπες ήταν αρχαίος λαός συγγενικός με τους Λέλεγες. Η παράδοση τους θέλει να εκδιώχτηκαν από τους Δωριείς και να κατέφυγαν στη Μεσσηνία. Η μυθολογία λέει πως από τα μέρη τους πέρασε ο Ηρακλής και ζήτησε από έναν γεωργό να του δώσει να φάει. Ο γεωργός αρνήθηκε κι ο Ηρακλής του πήρε ένα βόδι, το έσφαξε και το έφαγε μαζί με τους δικούς του. Ο γεωργός έφερε ενισχύσεις κι έγινε μεγάλη μάχη, στην οποία πληγώθηκε και η Δηιάνειρα.

Το αποτέλεσμα, βέβαια, ήταν το αναμενόμενο: Οι Δρύοπες νικήθηκαν και εγκατέλειψαν τη χώρα. Κατέληξαν στη Μεσσηνία, όπου τους παραχωρήθηκε ένα κομμάτι γης προς τη μεριά της Αρκαδίας, που ο αρχηγός τους, Μελανέας, το ονόμασε Οιχαλία. Οιχαλία, όμως, υπήρχε και στην Αιτωλία, αλλά και πάνω στον Πηνειό της Θεσσαλίας, απ’ όπου περνώντας κάποτε ο Ηρακλής την ξεθεμελίωσε. Αυτή την Οιχαλία τη συγχέανε με εκείνη της Εύβοιας, κοντά στη σημερινή Ερέτρια, που είχε βασιλιά της τον Εύρυτο, γιο του Μελανέα των Δρυόπων. Κι αυτός ο Εύρυτος ήταν που, πριν από χρόνια, είχε μάθει στον Ηρακλή, πώς να χρησιμοποιεί το τόξο.

Ο θάνατος του Ηρακλή:

Ο Εύρυτος, είχε τέσσερις γιους και μια πανέμορφη κόρη, την Ιόλη, που δε σκόπευε να την παντρέψει και γι’ αυτό έλεγε πως θα την έδινε σ’ όποιον νικούσε στην τοξοβολία κι εκείνον και τους γιους του. Ο Ηρακλής τους είχε νικήσει αλλά αρνήθηκαν να του δώσουν το κορίτσι με τη δικαιολογία ότι θα σκότωνε τα παιδιά τους, έτσι που κάθε τρεις και λίγο τον έπιανε μανία. Ο Ηρακλής, τότε, είχε δώσει τόπο στην οργή και είχε αποχωρήσει.

Ξαναπερνώντας με τη Δηιάνειρα από εκείνα τα μέρη, θυμήθηκε την παλιά προσβολή κι αποφάσισε πως ήρθε η ώρα να την ξεπλύνει. Η επίθεση εξελίχθηκε σε τραγωδία, καθώς στη μάχη σκοτώθηκαν και ο βασιλιάς και οι γιοι του. Η Ιόλη πιάστηκε αιχμάλωτη και προοριζόταν από τον Ηρακλή για γυναίκα του Ύλλου, αλλά η Δηιάνειρα είδε την ομορφιά της, άλλα έβαλε με τον νου της και κόντεψε να σκάσει από ζήλια. Όταν ήρθε ένας υπηρέτης και της είπε πως ο άνδρας της ζητούσε έναν καθαρό χιτώνα να φορέσει προκειμένου να κάνει μια θυσία, η Δηιάνειρα θυμήθηκε το φίλτρο του Νέσσου. Άλειψε τον χιτώνα και τον έστειλε στον Ηρακλή.

Με το που τον φόρεσε, το δηλητήριο από το αίμα του Κενταύρου χύθηκε μέσα κι άρχισε να του τρώει τις σάρκες. Ο χιτώνας κολλούσε επάνω του και δεν έλεγε να ξεκολλήσει. Ο Ηρακλής κατάλαβε πως δεν είχε γλιτωμό. Ανέβηκε στην Οίτη, έκοψε ξύλα, έφτιαξε μια στοίβα και ξάπλωσε πάνω της παρακαλώντας τους συντρόφους του να ανάψουν φωτιά. Ο μόνος που τόλμησε να το κάνει, ήταν ο Φιλοκτήτης. Η θνητή πλευρά του ημίθεου κάηκε. Η αθάνατη ανέβηκε στον Όλυμπο, όπου η Ήρα τον υποδέχθηκε και, παρά το θρυλούμενο μίσος της, του πρόσφερε γυναίκα την αγαπημένη κόρη της, Ήβη.

Η Δηιάνειρα, όταν κατάλαβε τι είχε κάνει, κρεμάστηκε σ’ ένα δέντρο. Ο Ύλλος παντρεύτηκε την Ιόλη και απόγονοί τους είναι οι τρεις, που πραγματοποίησαν την κάθοδο των Ηρακλειδών.
Η κατάρα των Ατρειδών:

Ο Πέλοπας βασίλευε στη Δυτική Πελοπόννησο. Απέκτησε γιους τον Ατρέα, τον Θυέστη και τον Χρύσιππο. Κάποια στιγμή, ο Ατρέας και ο Θυέστης σκότωσαν τον αδελφό τους. Ο Πέλοπας τους καταράστηκε ν’ αλληλοσκοτώνονται οι απόγονοί τους και τους έδιωξε. Μπήκε έτσι στα σκαριά η κατάρα των Ατρειδών που εξελίχθηκε παράλληλα με την ιστορία των απογόνων του Ηρακλή, ώσπου η τελική κάθοδος των Ηρακλειδών έφερε την οριστική κάθαρση. Τα διωγμένα από τον Πέλοπα αδέλφια, ο Ατρέας και ο Θυέστης, κατέφυγαν στην αυλή του Ευρυσθέα, όπου ο Ατρέας γνωρίστηκε με την κόρη του βασιλιά, την Αερόπη, την ερωτεύτηκε και την παντρεύτηκε.

Όταν ο Ηρακλής πέθανε, άφησε πάνω από 70 γιους και μία κόρη, τη Μακαρία. Ο Ευρυσθέας τους κυνήγησε κι αυτοί, με αρχηγό τον Ύλλο, κατέφυγαν στην Αττική, όπου τους φιλοξένησε ο Θησέας. Ο Ευρυσθέας του ζήτησε να παραδώσει τα παιδιά κι, όταν εισέπραξε άρνηση, εκστράτευσε εναντίον της Αθήνας. Αποκρούστηκε κι αναγκάστηκε να αποχωρήσει αφού η μοναδική κόρη του Ηρακλή, οδηγημένη από έναν χρησμό, θυσιάστηκε για να σώσει τους άλλους. Καθώς ο βασιλιάς των Μυκηνών έφευγε, τον πρόλαβε ο παλιός σύντροφος του Ηρακλή, ο Ιόλαος, και τον σκότωσε.

Με τον θάνατο του Ευρυσθέα, ο Ατρέας πήρε δικαιωματικά τον θρόνο του βασιλείου που πια απλωνόταν από τις Μυκήνες και την Τίρυνθα ως το Άργος. Όμως, η γυναίκα του, Αερόπη, συνδέθηκε ερωτικά με τον Θυέστη. Ώσπου να μάθει ο σύζυγος ότι τον απατούσαν, η γυναίκα του είχε με τον εραστή της αποκτήσει τέσσερα παιδιά. Ο Ατρέας έδιωξε τους παράνομους εραστές αλλά κράτησε κοντά του τα τέσσερα παιδιά τους. Αργότερα, όταν ο πατέρας Πέλοπας πέθανε κι ο Ατρέας κληρονόμησε κι εκείνου το βασίλειο, προσκάλεσε τον Θυέστη σε γεύμα συμφιλίωσης. Εκεί, του έδωσε να φάει μαγειρεμένα τα παιδιά του παράνομου δεσμού. Η Αερόπη δολοφονήθηκε κι ο Θυέστης εξορίστηκε αποφασίζοντας πως κάποια στιγμή θα έρθει η ώρα να εκδικηθεί αλλά χωρίς να πάψει να είναι ο εαυτός του.

Κάποιο βράδυ, μπήκε στο δωμάτιο της κόρης του, Πελοπίας, και τη βίασε μέσα στο σκοτάδι. Εκείνη το μόνο που κατάφερε ήταν να του πάρει το σπαθί, αλλά δεν μπόρεσε να μάθει σε ποιον ανήκει. Από το ανοσιούργημα αυτό γεννήθηκε ένα αγοράκι, που γεμάτη ντροπή η μάνα του το εγκατέλειψε στα χωράφια. Μια κατσίκα (αίγα) βρέθηκε να το θηλάσει κι έτσι το παιδί, σώθηκε, ονομάστηκε Αίγισθος και βρήκε θαλπωρή στο παλάτι του Ατρέα, όπου μεγάλωνε κοντά στη φιλοξενούμενη μητέρα του και μαζί με τα παιδιά του βασιλιά, τον Αγαμέμνονα και τον Μενέλαο.

Όσο να γίνουν αυτά, οι Ηρακλείδες φιλοξενούνταν στον Μαραθώνα. Ο αρχηγός τους, Ύλλος, ζήτησε από το μαντείο των Δελφών να του πει, πότε θα μπορούσε να ξαναγυρίσει στην Πελοπόννησο. Η Πυθία του απάντησε πως αυτό θα γινόταν, όταν «θα έδεναν οι τρίτοι καρποί». Ο Ύλλος πίστεψε πως έπρεπε να περιμένει τρία χρόνια κι, όταν το διάστημα αυτό συμπληρώθηκε, εκστράτευσε εναντίον των Μυκηνών. Προκάλεσε τον Ατρέα σε μονομαχία, νικήθηκε και σκοτώθηκε. Οι Ηρακλείδες ξαναγύρισαν στον Μαραθώνα. Ο γιος του Ύλλου, ο Κλειδίας, ξαναπροσπάθησε κι απέτυχε, όπως απέτυχε κι ο δικός του γιος, ο Αριστόμαχος. Η τρίτη γενιά, αυτή που και ο χρησμός εννοούσε, θα πετύχαινε. Ως τότε, όμως, είχαν γίνει πολλά στην αργολική πεδιάδα.
Ο Αίγισθος στο προσκήνιο:

Όταν ο Αίγισθος μεγάλωσε, παρέλαβε από τη μητέρα του την Πελοπία εκείνο το σπαθί της νύχτας του βιασμού της. Ο Ατρέας τον έπεισε πως η απειλή ονομαζόταν Θυέστης και πως ήταν χρέος του να τον σκοτώσει. Ο νεαρός έφυγε να βρει το θύμα του στην εξορία. Ο Θυέστης, όμως, αναγνώρισε το σπαθί που ’χε χάσει και κατάλαβε πως ο υποψήφιος φονιάς ήταν ο γιος του. Τον έπεισε πως οι δυο τους μπορούσαν να κυβερνήσουν τον κόσμο.

Ο Αίγισθος γύρισε στο παλάτι του ευεργέτη του, που περίμενε ανυποψίαστος, και τον σκότωσε. Περιχαρής πήγε και στη μητέρα του να της αναγγείλει, ότι βρήκε τον πατέρα του. Όταν η Πελοπία έμαθε, ποιος είναι ο βιαστής της, αυτοκτόνησε. Ο Θυέστης γύρισε στο βασίλειο, πήρε τον θρόνο κι έδιωξε τα ορφανά του Ατρέα, που μετά από περιπλανήσεις πολλών χρόνων, κατέφυγαν στη Σπάρτη, στην αυλή του βασιλιά Τύνδαρου. Όταν με τον καιρό πέθανε ο Θυέστης, τον διαδέχτηκε ο Αίγισθος.

Στην ξενιτιά, ο Αγαμέμνων μεγάλωνε περιμένοντας την ώρα που θα διεκδικούσε πάλι το βασίλειο της Αργολίδας. Στο μεταξύ διάστημα, ο Αγαμέμνων παντρεύτηκε την Κλυταιμνήστρα και ο Μενέλαος την αδελφή της, ωραία Ελένη, κόρες του βασιλιά. Όταν ο Τύνδαρος πέθανε, ο Μενέλαος τον διαδέχθηκε στον θρόνο της Σπάρτης και παρέμεινε εκεί.

Η ώρα της εκδίκησης δεν άργησε να φθάσει για τον Αγαμέμνονα. Ο Αίγισθος εκθρονίστηκε κι απομακρύνθηκε από τη χώρα. Σύμφωνα με άλλους μύθους, η επιστροφή του Αγαμέμνονα στην πατρίδα του έγινε ενόσω ακόμα ζούσε ο Θυέστης, ο οποίος και εκθρονίστηκε για να πεθάνει στην ξενιτιά όπου τον ακολούθησε ο Αίγισθος.

Ό,τι κι αν έγινε, ο Αγαμέμνων αποδείχθηκε μεγάλος βασιλιάς. Ξεκινώντας από τη Σικυώνα, κατέκτησε όλες τις γύρω περιοχές, εξελίχθηκε στον ισχυρότερο ηγεμόνα του Ελλαδικού χώρου και έφθασε το βασίλειό του σε σημείο να ονομάζεται από τον Όμηρο «πολύχρυσος Μυκήνη».
Η δολοφονία του Αγαμέμνονα:

Μεσολάβησαν τα γεγονότα, που οδήγησαν στον Τρωικό πόλεμο. Ο Αγαμέμνων έφυγε αρχηγός της εκστρατείας αφήνοντας πίσω τη γυναίκα του Κλυταιμνήστρα να βασιλεύει. Ο πόλεμος κρατούσε πολύ κι ο Αίγισθος είχε όλο τον καιρό δικό του να επιστρέψει και να ψαρέψει τη βασίλισσα στα ερωτικά του δίχτυα. Έβαλε και σκοπιές να φυλάνε και να του αναφέρουν, όταν θα έβλεπαν τον στόλο να γυρίζει. Έτσι, έμαθε έγκαιρα τον γυρισμό του βασιλιά, που κατέφθασε κουβαλώντας μαζί του και την ερωμένη - λάφυρο, που ’χε αποκτήσει: Την Κασσάνδρα και τα δυο νόθα παιδιά τους.

Η Κλυταιμνήστρα τον καλοδέχτηκε και του ετοίμασε το λουτρό να κάνει ένα ζεστό μπάνιο. Υπάρχουν διάφορες εκδοχές για το πώς εξελίχτηκαν τα πράγματα. Το αποτέλεσμα ήταν ο Αγαμέμνονας, που ’χε επιζήσει πολεμώντας δέκα χρόνια στα μέτωπα, να βρει άδοξο τέλος στο λουτρό του από τα χέρια του παράνομου ζευγαριού. Ακολούθησαν οι φόνοι της ανυπεράσπιστης Κασσάνδρας και των ανήλικων παιδιών της.

Απαλλαγμένοι από τον Ατρείδη, ο Αίγισθος και η Κλυταιμνήστρα μπορούσαν πια να χαρούν και το βασίλειο και τον έρωτά τους. Για επτά ολόκληρα χρόνια, κανένας δεν τους ενόχλησε. Στα οχτώ, γύρισε ο Ορέστης. Είχε φυγαδευτεί στη Φωκίδα δωδεκάχρονο παιδί, όταν δολοφόνησαν τον πατέρα του, Αγαμέμνονα, και ήταν πια εικοσάχρονο παλικάρι. Σκότωσε και τον Αίγισθο και τη μητέρα του Κλυταιμνήστρα.

Οι τραγικοί ποιητές περιγράφουν με περίσσιο πάθος τα δεινά του, ώσπου να καθαριστεί από το διπλό φονικό και να πάρει τον θρόνο του βασιλείου, που πια απλωνόταν από την Αργολίδα ως τον κόλπο της Λακωνίας. Παντρεύτηκε την Ερμιόνη, κόρη του Μενέλαου κι άρα πρώτη του ξαδέρφη, κι απέκτησε μαζί της ένα γιο, τον Τισαμενό. Πολλά για την περίοδο της βασιλείας του δε γνωρίζουμε. Πέθανε στα εβδομήντα του από δαγκωματιά φιδιού και τον έθαψαν στην Τεγέα, ενώ μια πόλη της Αρκαδίας φέρει το όνομά του. Πρέπει να ήταν γύρω στο 1130 π.Χ., αν σωστά λογαριάζει ο Θουκυδίδης τα μετά την Τροία γεγονότα. Τον διαδέχτηκε στο απέραντο βασίλειο Άργους, Μυκηνών και Σπάρτης ο γιος του, Τισαμενός, που βασίλευσε 22 ολόκληρα χρόνια, ώσπου να έρθει η ώρα των γραφών.
Η κάθοδος των Ηρακλειδών:

Δισέγγονα του Ύλλου και γιοι του Αριστόμαχου, του τελευταίου Ηρακλείδη που απέτυχε να επιστρέψει στην Αργολική γη, ήταν ο Τήμενος, ο Αριστόδημος και ο Κρεσφόντης. Σωστά ερμηνεύοντας τους χρησμούς της Πυθίας, μπήκαν επικεφαλής των Ηρακλειδών, γύρω στο 1105 π.Χ. καταπώς τα λογαριάζει ο Θουκυδίδης ή 1125/1120 όπως χρονολογούνται τα ανασκαφικά ευρήματα, και, από τον Μαραθώνα, ξεκίνησαν να καταλάβουν την Πελοπόννησο από τη Ναύπακτο: Μέσω Αντιρρίου - Ρίου. Η αποτυχία των προηγούμενων, του Κλειδία και του Αριστόμαχου, να περάσουν τον Ισθμό, τους έβαλε μυαλό.

Ένας ακόμη χρησμός έλεγε πως, για να νικήσουν, έπρεπε να βάλουν αρχηγό έναν με τρία μάτια. Στον δρόμο, συνάντησαν τον Αιτωλό ήρωα Όξυλο, που πήγαινε καβάλα σ’ ένα μονόφθαλμο μουλάρι. Τα τρία αδέρφια λογαριάσανε: «Δυο τα μάτια του καβαλάρη, ένα του μουλαριού, ίσον τρία. Αυτόν εννοεί ο χρησμός». Κι αυτόν εννοούσε. Πέρασαν στην Πελοπόννησο κι ο Τισαμενός βγήκε με τον στρατό του να τους αντιμετωπίσει. Οι θεοί, όμως, είχαν αποφασίσει εναντίον του πριν από τρεις γενιές. Η μάχη έγινε στην Αχαΐα κι ο Τισαμενός σκοτώθηκε, όπως είχε προαποφασιστεί. Τον έθαψαν στη Λακωνία.

Οι νικητές χωρίστηκαν σε τέσσερις φάλαγγες: Ο Τήμενος μπήκε επικεφαλής εκείνων που εκστράτευσαν στην Αργολίδα. Ο Αριστόδημος (ή τα παιδιά του, αν ευσταθεί η εκδοχή ότι σκοτώθηκε στη μάχη) κινήθηκε εναντίον της Λακωνίας κι ο Κρεσφόντης έβαλε προορισμό τη Μεσσηνία. Ένας ακόμη, ο Αλήτης, γιος του Ιππότη, κινήθηκε εναντίον της Κορινθίας.

Για τις υπηρεσίες του, ο Όξυλος που μπλέχτηκε «τυχαία» στην ιστορία, πήρε την Ηλεία, την παλιά γη των προγόνων του. Ήταν γιος του Αίμονα (ήρωα μιας άλλης κατάρας, αυτής των Λαβδακιδών, που συνδέονται με τη Θήβα), σκότωσε κατά λάθος τον αδελφό του κι έφυγε από την πατρίδα του, καθώς του ήταν γραφτό να γίνει οδηγός των Ηρακλειδών. Είναι κι αυτός ένας από τους θεωρούμενους ως ιδρυτές των Ολυμπιακών αγώνων.

Τα τρία αδέρφια μοίρασαν τη γη παίρνοντας ο Αριστόδημος τη Σπάρτη, ο Κρεσφόντης τη Μεσσηνία, που δεν πρόλαβε να τη χαρεί, καθώς οι ντόπιοι τον σκότωσαν, κι ο Τήμενος την Αργολίδα, που επίσης δεν πρόλαβε να χαρεί, καθώς τον σκότωσαν τα παιδιά του. Απόγονος του Τήμενου είναι ο μυθικός Περδίκκας γενάρχης των βασιλιάδων της Μακεδονίας που έτσι αποδεικνύονται συγγενείς των Αχαιών του Νότου, απόγονοι κι αυτοί του Ηρακλή και του Δία (βλ. Εισαγωγή στη Μακεδονία).

Κάθοδος Ηρακλειδών και Δωριέων:

Οι αντικειμενικοί στόχοι των τριών αδελφών έδωσαν λαβή για να ταυτιστεί η κάθοδος των Ηρακλειδών με κάθοδο των Δωριέων ως κατακτητών καθώς υπερηφανεύονταν ότι ο Ηρακλής ήταν προπάτοράς τους: Πήγαιναν να κυριεύσουν τις μυκηναϊκές πολιτείες. Δεν αναζητούσαν νέους τόπους για να εγκατασταθούν. Αν κάτι τέτοιο ήθελαν, υπήρχαν αξιόλογες περιοχές στο διάβα τους που μπορούσαν να τους είχαν προσελκύσει κι όπου είχαν τη δυνατότητα να σταθούν.

Η θέση αυτή όμως αιτιολογεί και τις μετακινήσεις μεταναστών: Πάντα οδεύουν προς πολιτείες πλούσιες που τις θεωρούν «Γη της επαγγελίας». Και οι μυκηναϊκές πολιτείες, ακόμα και στην παρακμή τους, φάνταζαν ως περιοχές με άπειρες ευκαιρίες επιβίωσης. Άλλωστε, ένας στρατός που δίνει επική πρώτη μάχη, δεν έχει λόγο να χωριστεί στα τέσσερα τεμαχίζοντας τις δυνάμεις του. Βαδίζει ενωμένος και παίρνει τις πολιτείες τη μια μετά την άλλη.

Η παράδοση αναφέρει ότι εναντίον της Λακωνίας βάδισαν 2.000. Αν σ’ αυτούς λογαριάζονταν και οι άμαχοι, οι πεντακόσιοι μάχιμοι που αναλογούν, αποτελούν μικρή δύναμη όχι ικανή να πάρει τη Σπάρτη. Αν 2.000 ήταν οι στρατιώτες, τότε ολόκληρος ο πληθυσμός που κινήθηκε προς τη Λακωνία πρέπει να αριθμούσε 8.000 άτομα. Και αποτελούσε το ένα τέταρτο του συνόλου των Ηρακλειδών καθώς θα πρέπει να υποθέσουμε ότι χωρίστηκαν σε ίσες ομάδες. Κι αυτό σημαίνει ότι όλοι οι μετακινηθέντες αριθμούσαν 32.000 άτομα, πληθυσμός που ήταν αδύνατο να τραφεί ως φιλοξενούμενος στον κάμπο του Μαραθώνα (απ’ όπου οι απόγονοι του Ηρακλή ξεκίνησαν) ή στην αρχαία Δωρίδα (την κοιτίδα των Δωριέων) που εκτεινόταν σε διακόσια τετραγωνικά χλμ.

Πουθενά η μυθολογία δεν αναφέρει ανάμειξη των Δωριέων, ως χωριστό φύλο με ιδιαίτερες γνώσεις και εισβολές. Οι θρύλοι απαιτούν ερείπια κι αναφέρονται στα κατορθώματα των προγόνων του νικητή κι όχι του νικημένου. Κι η «πολύχρυσος Μυκήνη» του Ομήρου ποτέ δε νικήθηκε. Οι Δωριείς έφτασαν στα μέρη τους ειρηνικά κι εγκαταστάθηκαν σε έρημα χωριά. Κάπου αφομοιώθηκαν, κάπου υπερτέρησαν, ως κλάδος του ίδιου λαού. Όταν, στα ιστορικά χρόνια, απέκτησαν ξεχωριστή οντότητα, δανείστηκαν ως εντελώς δικό τους ένα κομμάτι των θρύλων, στη δημιουργία των οποίων κανένας δεν μπορεί να αρνηθεί ότι είχαν τη δυνατότητα να συμβάλλουν, συμμετέχοντας ακόμα και ισότιμα με τους Ίωνες, τους Αιολείς και τους Αχαιούς. Μπορεί θαυμάσια όλοι τους να βγήκαν από το ίδιο μυκηναϊκό προζύμι...

Ο πρώτος άνθρωπος:

Οι αναφορές των αρχαίων κατοίκων του Ελλαδικού χώρου στους μακρινούς προγόνους τους, όπως ήδη αναφέρθηκε, μιλούσαν για ανθρώπους που είχαν σχέση με τα νερά των ποταμών. Η Αργολίδα είναι μια από τις περιοχές όπου η εμφάνιση του πρώτου ανθρώπου σχετίζεται άμεσα με ποταμό: Τον προσωποποιημένο Ίναχο που ζευγαρώθηκε με τη νύμφη των νερών ή Ωκεανίδα Μελία ή Αργεία. Γιος του ήταν ο Φορωνέας, ο επί γης πρώτος άνθρωπος.

Μεγαλώνοντας, ο Φορωνέας επιδόθηκε σε συστηματική αναπαραγωγική δραστηριότητα, με τα παιδιά του να τον μιμούνται αντάξια, σε βαθμό που σύντομα ο Αργολικός κάμπος γέμισε ανθρώπους. Σκορπισμένοι δω και κει, ζούσαν από τους καρπούς που τους παρείχε η φύση, δίχως αρρώστιες και βάσανα. Δεν είχαν τίποτα να μοιράσουν, μιλούσαν την ίδια γλώσσα, δεν τσακώνονταν κι όλοι τους αναγνώριζαν βασιλιά τον θεό Δία.

Όμως, όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν. Ο υπερπληθυσμός έφερε την γκρίνια. Οι άνθρωποι απέκτησαν καινούριες ανάγκες. Ξεκίνησαν έριδες και αλληλοσκοτωμοί, ενώ πολλοί από αυτούς έπεφταν θύματα άγριων θηρίων. Ο Φορωνέας πήρε πρωτοβουλίες.

Σαν άλλος Προμηθέας αλλά με τη συγκατάθεση του Δία, πήρε τη φωτιά από τον ουρανό και την κατέβασε στη γη. Έμαθε τους ανθρώπους να τη χρησιμοποιούν και τους έβαλε να ζουν μαζί, κατά ομάδες, κτίζοντας σπίτια και ιδρύοντας τους πρώτους οικισμούς. Καθιέρωσε τους πρώτους νόμους κι έστησε τα πρώτα δικαστήρια. Και, για τις υποθέσεις που δεν υπήρχε τρόπος να λυθούν ειρηνικά, χρησιμοποίησε τον πόλεμο. Για τον σκοπό αυτό, έφτιαξε όπλα, τα πρώτα που χρησιμοποίησαν οι άνθρωποι. Κυρίως, τα είχαν ως μέσο άμυνας εναντίον των θηρίων που λυμαίνονταν την περιοχή.

Όταν ο Ποσειδών και η Ήρα διεκδίκησαν την Αργολίδα, ο Φορωνέας που ορίστηκε κριτής, την πρόσφερε στην θεά. Από «τότε», η Ήρα προστάτευε ιδιαίτερα την πόλη του Άργους που επίσης την τιμούσε (ο κατοπινός περίφημος ναός της Ήρας στο Άργος ήταν θρησκευτικό κέντρο της χαλαρής Αργολικής Αμφικτιονίας). Οι περισσότεροι μύθοι όμως θέλουν τον ποταμό Ίναχο κριτή στη διαμάχη των θεών. Γι’ αυτό, λένε, ο Ίναχος στερεύει τα καλοκαίρια: Επειδή θύμωσε ο Ποσειδών μαζί του και τον καταράστηκε. Κι έκανε και την Αργολίδα άνυδρη.

Με όλα αυτά, ο Φορωνέας αποδείχτηκε άξιος της εμπιστοσύνης του Δία. Ο αρχηγός των θεών παραιτήθηκε από τον θρόνο της Αργολίδας και όρισε εκεί βασιλιά τον Φορωνέα. Έμεινε στον θρόνο πολλά χρόνια και πέθανε σε βαθιά γεράματα, αφήνοντας διάδοχο τον γιο του, Άπι, που έδωσε το όνομά του σε όλη τη χώρα νότια του Ισθμού: Η περιοχή, πριν να την πουν Πελοπόννησο, ονομαζόταν Απία.

Ο Άπις ήταν σκληρός βασιλιάς και τον δολοφόνησαν. Τον διαδέχτηκε ο ανιψιός του, Άργος. Κι αυτόν, ο γιος του Έκβασος, που έκανε γιο και διάδοχό του τον Αγήνορα, κατά μια εκδοχή πατέρας του Πανόπτη Άργου.

Η αλλαγή φρουράς:

Όσο να γίνουν όλα αυτά, εξελισσόταν παράλληλα η ιστορία με την Ιώ, τις περιπέτειές της και τους απογόνους της. Και είχε επέλθει η στιγμή του τσακωμού ανάμεσα στον Αίγυπτο και τον Δαναό. Με συμβουλή της θεάς Αθηνάς, ο Δαναός ναυπήγησε ένα πλοίο με πενήντα κουπιά, ένα για καθεμιά από τις πενήντα κόρες του. Κατασκεύασε έτσι την πρώτη «πεντηκόντορο». Η πολυπληθής οικογένεια μπάρκαρε στο καράβι και βγήκε στην Αργολίδα. Βασίλευε τότε εκεί ο Γελάνωρ. Ο Δαναός ζήτησε τον θρόνο, εξηγώντας ότι είναι κι αυτός απόγονος του Ίναχου.

Φυσικά, ο Γελάνωρ δεν είχε σκοπό να χάσει τον θρόνο στα καλά καθούμενα. Ξεκίνησαν να το συζητούν ώσπου τους πήρε η νύχτα. Διέκοψαν για το άλλο πρωί. Ξύπνησαν νωρίς καθώς στη μεριά των κοπαδιών γινόταν χαλασμός. Ντόπιοι και νεοφερμένοι έσπευσαν εκεί, να δουν τι συμβαίνει.

Ένας λύκος είχε χιμήξει στο κοπάδι με τις αγελάδες κι ένας ταύρος είχε βγει μπροστά και τις υπερασπιζόταν. Η πάλη ανάμεσά τους ήταν αμφίρροπη. Συμφώνησαν όλοι ότι επρόκειτο για θεϊκό σημάδι: Ο ταύρος ήταν ο βασιλιάς Γελάνωρ και ο λύκος ο νεοφερμένος Δαναός. Αν νικούσε ο ταύρος, ο Γελάνωρ έπρεπε να διατηρήσει τον θρόνο του. Αν νικούσε ο λύκος, βασιλιάς θα γινόταν ο Δαναός. Νίκησε ο λύκος.

Ο Δαναός πήρε τον θρόνο και, πρώτ’ απ’ όλα, έκτισε ναό στον Λύκειο Απόλλωνα που, όπως πίστευε, έστειλε τον λύκο. Στα ιστορικά χρόνια, έδειχναν στο Άργος να υπάρχει μέσα στο ναό του Απόλλωνα και ο θρόνος του Δαναού.

Η Αργολίδα όμως ήταν άνυδρη, καθώς την είχε ξεράνει ο Ποσειδών. Πουθενά δεν υπήρχε πόσιμο νερό. Στην απόγνωσή του, ο Δαναός έστειλε τις κόρες του, Δαναΐδες, να βρουν κάποια πηγή. Η Αμυμώνη ήταν μια από αυτές. Ξέκοψε από τις άλλες κι άρχισε να ψάχνει. Η τύχη τα ’φερε να βρεθεί μπροστά της ένας σάτυρος, που την ορέχτηκε και την έστρωσε στο κυνήγι. Πάνω που την πρόλαβε και ήταν έτοιμος να τη βιάσει, ξεπρόβαλε ο Ποσειδών. Με αντίπαλο τον θεό, ο σάτυρος δεν είχε καμιά τύχη και το ’βαλε στα πόδια. Γεμάτη ευγνωμοσύνη, η όμορφη κόρη του δόθηκε κι ο Ποσειδών, σε ανταπόδοση, της αποκάλυψε, πού έκρυβε το νερό. Ήταν η λίμνη Λέρνα. Έτσι, λένε, σώθηκε ο κάμπος. Κι έτσι γεννήθηκε ο Ναύπλιος.


Η εγκατάσταση των Δωριέων:

Στα ομηρικά έπη, η Αργολίδα αναφέρεται ως εύφορη περιοχή (Άργος πολύπυρον, Άργος ιππόβοτον), αν και πάντα τη θεωρούσαν άνυδρη (Άργος πολυδίψιον). Αρχαία τεχνικά έργα έφεραν νερό στην πεδιάδα και συνδυάστηκαν με τον μύθο των Δαναΐδων. Την παραλία, κάλυπταν έλη με αποτέλεσμα να μην υπάρχει τόπος για να κατασκευαστεί λιμάνι, εκτός από την περιοχή Τημένιον, αρκετά νότια από το Άργος. Εκεί, κατά τη μυθολογία, εγκαταστάθηκαν οι Ηρακλείδες κι από εκεί εξόρμησαν για να κατακτήσουν την Αργολίδα. Μοναδικό λιμάνι ήταν η Ναυπλία, πόλη που ανήκε στην αντίπαλη του Άργους «Αμφικτιονία της Καλαυρίας» (του Πόρου). Στα χρόνια του Β’ Μεσσηνιακού πολέμου (685 – 667 π.Χ.), το Άργος κυρίευσε την Ναυπλία, της οποίας οι κάτοικοι εκδιώχτηκαν κι εγκαταστάθηκαν στα περίχωρα της Μεθώνης όπου οι Σπαρτιάτες τους παραχώρησαν γη.

Ο Μιχάλης Σακελλαρίου πιθανολογεί ότι ο Τήμενος με τους δικούς του Ηρακλείδες έφτασαν στην Αργολίδα από τα νότια. Γνωρίζοντας ότι από τα βόρεια υπήρχαν δυσκολίες (θα έπρεπε να διαβεί τα Δερβενάκια), ο Τήμενος πρέπει να ακολούθησε τον δρόμο από την Αρκαδία. Οι Αχαιοί τον περίμεναν κι έδωσαν άτυχη μάχη στη θέση που αργότερα ονομάστηκε Τημένιον, σε ανάμνηση της νίκης του Τήμενου. Ο Σακελλαρίου σημειώνει ότι στην ίδια θέση (στο χωριό Μύλοι), στα 1825, οι Έλληνες νίκησαν τις δυνάμεις του Ιμπραήμ που επίσης ερχόταν από την Αρκαδία. Οπωσδήποτε, μετά την άφιξη των Δωριέων, σημειώνεται ελαφρά μετατόπιση του οικισμού και του νεκροταφείου του Άργους.

Στη χαραυγή της πρώτης π.Χ. χιλιετίας, στα όρια της σημερινής Αργολιδοκορινθίας, εκτός από τις πόλεις Ασίνη (καταστράφηκε το 740 π.Χ. από τους Αργείους) και Ερμιόνη των Δρυόπων, υπήρχαν δέκα ανεξάρτητα δωρικά κράτη με πρωτεύουσες τις πόλεις Άργος, Μυκήνες, Τίρυνθα, Τροιζήνα, Επίδαυρο, Κλεωνές, Φλιούντα, Σικυώνα, Κόρινθο και Μέγαρα με ένα ακόμα που δημιουργήθηκε στην Αίγινα. Τα τρία κράτη της Αργολικής πεδιάδας (Άργους, Μυκηνών, Τίρυνθας) δημιουργήθηκαν όταν οι εκεί Δωριείς διασπάστηκαν. Για την Τροιζήνα που αρχικά ήταν ιωνική πόλη, αλλά κάποια στιγμή δέχτηκε Δωριείς αποίκους από την Αργολίδα, έγινε ήδη αναφορά (βλ. [ Πατριδογνωσία ] «Νομός Πειραιά»: Ιστορία της Τροιζηνίας). Η Επίδαυρος κτίστηκε από Δωριείς αποίκους του Αργολικού κάμπου. Δωριείς επίσης έκτισαν (στα όρια της Κορινθίας) τις Σικυώνα, Φλιούντα και Κλεωνές. Την τελευταία, την κυρίευσαν οι Αργείοι στα 460 π.Χ. Πάνω από διακόσια χρόνια αργότερα, στα 237 π.Χ., εντάχθηκε στην Αχαϊκή Συμπολιτεία, μετά τη διάλυση της οποίας άρχισε να παρακμάζει. Η Κόρινθος, όπως ήδη αναφέρθηκε, κατακτήθηκε από τον επικεφαλής ιδιαίτερης ομάδας Ηρακλειδών, Αλήτη. Κορίνθιοι, Αργείοι και άλλοι Δωριείς αποίκισαν τα Μέγαρα (βλ. [ Πατριδογνωσία ] «Δυτική Αττική»: Ιστορία των Μεγάρων). Και Δωριείς από την Επίδαυρο αποίκισαν την Αίγινα (βλ. [ Πατριδογνωσία ] «Ιστορία της Αίγινας»: Τα πρώτα ευρωπαϊκά νομίσματα).

Στα επόμενα χρόνια, το Άργος άπλωσε την κυριαρχία του σε ολόκληρη την Αργολίδα (και πέρα από αυτήν), ενώ αναπτύχθηκαν ως ξεχωριστές δυνάμεις και άλλες πόλεις κράτη. Η ιστορία των κατοίκων της Αργολίδας έπαψε να είναι κοινή για όλους.
ΑΡΓΟΛΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
Ι ΚΤΕΟ ΑΡΓΟΛΙΔΟΣ ΣΑΛΑΠΑΤΑΣ