Ναύπλιο-Καρδίτσα, 440 χιλιόμετρα μακριά, με αρώματα
πασχαλιάς και πορτοκαλιάς.
Της Γκέλης Ντηλιά
Διαβάζοντας την πρώτη στροφή τού
ποιήματος που αποτελεί τον τίτλο της ποιητικής σου συλλογής, «Αφουγκράσου
τον άνεμο/μηνύματα σου στέλνει/σαν ταξιδευτής που είναι.», ένιωσα ότι
επέστρεψα στην εφηβική μου ηλικία, τότε που λαμβάνουμε τόσα πολλά μηνύματα και δοκιμάζεται
η εμπιστοσύνη μας.
Αυτή η πρώτη στροφή, σαν πνοή του ανέμου, μας καλεί
να ακούσουμε τα μηνύματα που έρχονται από το παρελθόν και το μέλλον. Όπως στην
εφηβεία, όπου τα συναισθήματα είναι έντονα και τα μηνύματα ασαφή, ο άνεμος δεν
μας μιλά με λόγια, αλλά με ήχους και αίσθηση. Είναι σαν μια μυστική
επικοινωνία, που την κατανοούμε όχι με τη λογική, αλλά με την καρδιά μας. Η
εμπιστοσύνη μας δοκιμάζεται, όπως εκείνες οι αμφιβολίες του νεαρού εαυτού μας,
καθώς προσπαθούμε να αποκρυπτογραφήσουμε τις αλήθειες που κρύβονται πίσω από τα
λόγια και τους ψιθύρους του κόσμου. Το συναίσθημα της επιστροφής στην εφηβεία
φέρνει την αίσθηση του αβέβαιου, του αναπόφευκτου ταξιδιού προς την αυτογνωσία,
όπου τα μηνύματα του ανέμου μας καλούν να τολμήσουμε να ακουστούμε.
Με μεγάλη μου έκπληξη διαπίστωσα ότι
έχουμε γράψει και οι δυο ποίημα με τον ίδιο τίτλο, Στον επόμενο τόνο. «Στον
επόμενο τόνο/οι λέξεις δεν θα έχουν νόημα./Χάθηκαν στα πέρατα, θρηνούν, σιωπούν…/
Με ό,τι απέμεινε, συνεχίζεις…».Παρόλο που αυτό που έπεται δείχνει μάλλον
προβλέψιμο, η προοπτική τής ανατροπής ωστόσο υφίσταται.
Η φράση «οι λέξεις δεν θα έχουν νόημα» αποκαλύπτει
τη δύναμη της επικοινωνίας που καταρρέει, αφήνοντας πίσω της την ηχώ του θρήνου
και της σιωπής. Όμως, μέσα σε αυτή την απογοήτευση, το «με ό,τι απέμεινε,
συνεχίζεις» προβάλλει ως ανατροπή: η ζωή συνεχίζεται, ακόμη και όταν όλα
φαίνονται να διαλύονται.Αν και η πορεία φαίνεται προβλέψιμη, η ανατροπή έρχεται
στην ίδια τη συνέχιση, στο να προχωρήσεις με ό,τι έχεις, χωρίς να γνωρίζεις τι
ακολουθεί. Εκεί, στην αβεβαιότητα, γεννιέται η ελπίδα: δεν χρειάζεται να
κατανοήσεις τα πάντα για να συνεχίσεις να ζεις. Αυτή η σιωπή μπορεί να φαντάζει
σαν τέλος, αλλά είναι η απαρχή για μια νέα αρχή, για κάτι που δεν μπορεί να
προβλεφθεί, αλλά μόνο να βιωθεί.
Στο Έκθεση ζωής, που ανήκει στα
αγαπημένα μου του βιβλίου σου, τα σημεία στίξης παρατίθενται αλληγορικά ως
στάση ζωής, κάτι που φαίνεται στο απόσπασμα που ακολουθεί. «Στις παρενθέσεις
του μυαλού/έβαλα οξείες./Κατάργησα την περισπωμένη/και την δασεία./Έκλεισα τις
παρενθέσεις και άνοιξα νέες./Τόνισα τις λέξεις εκεί που έπρεπε./Κατάργησα
λέξεις/που δεν είχαν ποιότητα και δύναμη./Τροφή έτοιμη δεν έδωσα./Συνέθεσα
προτάσεις που τολμούν/και βουτούν με πάθος στην απλότητα….»
Είναι όμορφο να ξέρεις ότι το Έκθεση ζωής συνδέεται με τόσο βαθιά
συναισθήματα και σκέψεις. Όταν γράφω για την αναδόμηση της γλώσσας, δεν
αναφέρομαι μόνο στο γραπτό λόγο, αλλά και στη ζωή μας. Στην καθημερινότητά μας,
συχνά φορτώνουμε τη σκέψη και την ψυχή μας με περιττές «παρενθέσεις», με λέξεις
και καταστάσεις που δεν υπηρετούν την αλήθεια μας. Είναι σαν να «καταργούμε» το
περιττό για να φωτίσουμε την ουσία, να αναδεικνύουμε εκείνα τα λόγια που έχουν
πραγματική δύναμη και ποιότητα. Στο βάθος, αυτό είναι και το μεγαλύτερο μάθημα:
να προχωρήσουμε στη ζωή με τόλμη, να τολμήσουμε την απλότητα, γιατί μόνο μέσα από την απλότητα μπορεί να αναδυθεί η αληθινή
μας ουσία.Η ζωή μας ζητάει κάποια στιγμή να αφήσουμε πίσω τις υπερβολές και
να «τονίσουμε» μόνο ό,τι πραγματικά έχει αξία. Αυτό το «άριστα» που αναζητούμε
δεν βρίσκεται σε εξωτερικούς τίτλους ή επιτυχίες, αλλά στο πώς επιλέγουμε να
ζήσουμε και να εκφράσουμε την αλήθεια μας, με καθαρότητα και δύναμη.
Το«κατάργησες λέξεις που δεν είχαν ποιότητα» σημαίνει ακριβώς αυτό: μια
αφοσίωση στην ουσία, στην καθαρότητα και στο πάθος που θα μας οδηγήσει σε νέους
δρόμους, γεμάτους νόημα και αυθεντικότητα.
Τι είδους μουσική θα ταίριαζε με αυτό το
βιβλίο;
Σίγουρα Κλασική μουσική,όπως οι
σονάτες του Μπετόβεν.
Στην τελευταία στροφή στο Μονοπάτι ζωής,
«Θα σου μιλήσω για όλους αυτούς τους εκλεκτούς,/χαρισματικούς, μοναδικούς κι
ευαίσθητους/που επιμένουν να εκρήγνυνται/σαν κρατήρες ηφαιστείων,/αλλάζοντας
τους μικρόκοσμους/στον ωκεανό της παγκόσμιας αδελφότητας.» θεωρώ ότι χωρίς
τα συγκεκριμένα άτομα δεν θα υπήρχε ισορροπία στον κόσμο.
Πράγματι, οι χαρισματικοί άνθρωποι είναι εκείνοι που φέρνουν την αληθινή αλλαγή στον κόσμο. Με τη συναισθηματική τους ωριμότητα και την αδιάκοπη ανησυχία για το κοινό καλό, καταφέρνουν να ανατρέπουν το status quo και να δημιουργούν νέους δρόμους. Αυτοί οι «εκλεκτοί», με το πάθος και τη βαθιά κατανόησή τους για τον κόσμο, είναι απαραίτητοι, καθώς συνεχίζουν να σώζουν τον κόσμο σε κάθε εποχή. Χωρίς αυτούς, η εξέλιξη και η ισορροπία θα ήταν αδύνατες. Είναι οι καταλύτες που επιμένουν να «εκρήγνυνται», μεταμορφώνοντας μικρόκοσμους και προσφέροντας στους άλλους την ευκαιρία για κάτι ανώτερο, πιο ανθρώπινο και πιο αδελφικό. Η δύναμή τους δεν βρίσκεται στις μεγάλες κατακτήσεις, αλλά στην αυθεντικότητα της ύπαρξής τους και στην ικανότητά τους να φέρνουν ισχυρές αλλαγές με τον πιο ήπιο και ανθρώπινο τρόπο. Χωρίς αυτούς, δεν θα υπήρχε το φως που φωτίζει το δρόμο για το καλύτερο, για την πραγματική ανθρωπιά.
«Όσο η ζωή/ μου χάριζε πίκρες/τόσο
εγώ/της χάριζα χαμόγελα./Όσο μου έβαζε εμπόδια/τόσο εγώ δυνάμωνα!»,
γράφεις στο Χαμένοι-κερδισμένοι. Πόσο κοστίζουν άραγε αυτά τα χαμόγελα και τόση
τόλμη;
Τα χαμόγελα και η τόλμη κοστίζουν την αθέατη δύναμη της ψυχής, εκείνη που επιλέγει να αντισταθεί στον πόνο και να διαλύσει τη σκοτεινιά της καθημερινότητας. Στην καθημερινότητα, το χαμόγελο δεν είναι απλώς μια εξωτερική έκφραση, αλλά μια βαθιά πράξη εσωτερικής σύνδεσης, μια αναγνώριση της ανθρώπινης ικανότητας να επιλέγει την πορεία της ζωής, να μεταδίδει την ελπίδα και να προσφέρει, με απλότητα, το φως της, ακόμη και όταν γύρω της κυριαρχεί το σκοτάδι. Αυτό το χαμόγελο, επομένως, είναι η απόφαση να αποκαλύψεις το καλό μέσα από το κακό, να ανοίξεις μονοπάτια για μια αυθεντική σύνδεση, ακόμη και όταν η ζωή μοιάζει να μας απομακρύνει από αυτήν.
Όσο πιο πολύ σκέφτονται κάποιοι την
διαδρομή τους στη ζωή, χάνονται στην πορεία για τους λάθος λόγους, σύμφωνα με
τους στίχους σου, «Την Ιθάκη που ποθείς,/δεν θα τη βρεις στην ύλη/μα στην
ουσία της ζωής./Πρέπει σοφία να αποκτήσεις/στο χάρτη της ζωής είναι καλά
κρυμμένη/κουκίδα, χρυσή σταγόνα/στο άπειρο της γης.»
Η Ιθάκη, για μένα, δεν είναι απλώς ένας προορισμός, αλλά μια κατάσταση
ύπαρξης. Όσο περισσότερο κάποιος προσπαθεί να την αναζητήσει μέσω της ύλης και
των εξωτερικών κατακτήσεων, τόσο περισσότερο χάνεται στην πορεία. Η Ιθάκη που
ποθείς δεν είναι εκεί έξω, σε τόπους ή πράγματα. Είναι μέσα σου, στην ουσία της
ζωής, στην ικανότητα να κατανοήσεις το βαθύτερο νόημα της ύπαρξης, πέρα από τις
επιφανειακές επιδιώξεις.Η «σοφία» που αναφέρω στους στίχους είναι ακριβώς αυτή
η εσωτερική γνώση που μας επιτρέπει να αντιληφθούμε ότι η αληθινή αξία δεν
βρίσκεται σε ό,τι φαίνεται, αλλά σε ό,τι δεν είναι άμεσα αντιληπτό. Η «χρυσή
σταγόνα» που αναφέρω, κρυμμένη στο άπειρο της γης, είναι η συνειδητοποίηση ότι
η Ιθάκη, η αληθινή μας πορεία, βρίσκεται στο πώς αντιλαμβανόμαστε και βιώνουμε
τη ζωή μας, στην εσωτερική μας ανάπτυξη και όχι στην εξωτερική επιτυχία. Αν
αφήσουμε τον εαυτό μας να ζήσει με αληθινή σοφία, η Ιθάκη θα αποκαλυφθεί, όχι
ως τελικός προορισμός, αλλά ως φωτεινός οδηγός μέσα στην καθημερινότητά μας.
Αν αυτό το βιβλίο ήταν πίνακας
ζωγραφικής, ποιος πιστεύεις ότι θα έπρεπε να είναι;
Αν αυτό το βιβλίο ήταν πίνακας ζωγραφικής, θα ήταν έργο του Βαν Γκογκ. Με έντονα χρώματα, δυναμικές πινελιές και συναισθηματική ένταση, αποτυπώνοντας την ανατροπή και τη συναισθηματική αναγέννηση που αναδύεται από την αντιφατικότητα της ζωής.
Πόσο ανάγκη έχουμε να χαθούμε στις
αυταπάτες;
Η ανάγκη να χαθούμε στις αυταπάτες είναι η ανθρώπινη τάση να αναζητούμε
καταφύγιο σε ό,τι φαντάζει εύκολο και ασφαλές. Ωστόσο, αυτές οι αυταπάτες μας
δίνουν ψευδαισθήσεις ελέγχου, ενώ μας απομακρύνουν από την αληθινή γνώση και
την ωμή πραγματικότητα. Αν δεν τολμήσουμε να ξυπνήσουμε από αυτές, χάνουμε την
ουσία της ύπαρξης, την αυθεντική μας δύναμη.
«Σε αγάπησα τόσο/που έγινα η πεταλούδα
της καρδιάς σου/και από τότε περιφέρομαι στον ανθό σου/να μυρίζω την αγάπη
σου,/να γεμίζω από σένα και να ζω.». Είναι πάντα η
αγάπη το νέκταρ της ύπαρξης;
Η αγάπη, στην ουσία της, είναι το νέκταρ της
ύπαρξης, όχι ως απλή τρυφερότητα ή επιθυμία, αλλά ως η καθαρή ουσία που συνδέει
τη ζωή με το αιώνιο. Όταν λέω «έγινα η πεταλούδα της καρδιάς σου», αναφέρομαι
στην ολοκληρωτική μεταμόρφωση που επιφέρει η αγάπη: εκείνη η ικανότητα να
πετάμε ελεύθεροι και να γεμίζουμε από την παρουσία του άλλου, όπως η πεταλούδα
από τον ανθό. Η αγάπη είναι εκείνη η δύναμη που δεν μας καταπιέζει, αλλά μας
ανυψώνει, γεμίζοντας μας με το φως της αλήθειας και της σύνδεσης. Είναι το
στοιχείο που καθορίζει την αυθεντικότητα της ύπαρξής μας, δίνοντάς μας ζωή και
δίνοντας νόημα σε κάθε στιγμή. Εφόσον αγαπάμε, ζούμε και αναπνέουμε με το
πνεύμα της ελευθερίας και της αναγέννησης. Αυτό είναι το πραγματικό νέκταρ, το
ανεκτίμητο δώρο της αγάπης.
Στο πολύ ερωτικό ποίημα Άφησε, ο
επίλογος «Άφησε…/κάθε βήμα σου να σε οδηγεί κοντά μου./Να γεμίσουμε χρώματα
και πινέλα/τον καμβά του έρωτά μας.», όταν βρέχει ευτυχία, δεν κρατάμε
ομπρέλα.
Όταν λέω «Άφησε…/κάθε βήμα σου να σε οδηγεί κοντά μου», δεν αναφέρομαι μόνο
στη φυσική προσέγγιση, αλλά στην ενότητα των ψυχών, στην αέναη αναζήτηση της
σύνδεσης που ξεπερνά τα όρια του χρόνου και του χώρου. Ο έρωτας, σε αυτή την
περίπτωση, είναι σαν έναν καμβά που γεμίζουμε μαζί, με χρώματα και πινέλα που
δημιουργούνται από τις ίδιες τις εμπειρίες μας, από την αγάπη και τις
αντιφάσεις μας. Η βροχή της ευτυχίας που αναφέρω είναι η παρουσία αυτής της
συναισθηματικής πληρότητας, που δεν χρειάζεται να προστατευτούμε από αυτήν.
Όταν βρέχει ευτυχία, δεν κρατάμε ομπρέλα γιατί το να την αποφύγουμε θα ήταν σαν
να αρνούμαστε την αληθινή μας φύση – τη δύναμη της σύνδεσης, της αποδοχής, και
της αυθεντικότητας. Ο έρωτας δεν είναι κάτι που φοβόμαστε, αλλά κάτι που
αγκαλιάζουμε με το σώμα και την ψυχή, αφήνοντας τον να μας μεταμορφώσει και να
πλημμυρίσει τα πάντα γύρω μας.
Ο
λόγος που γράφεις ποίηση δηλώνεται, γιατί όπως λες, «δραπετεύω σε άλλη ζωή.»
Η ποίηση, πράγματι, είναι ένας ακροβάτης χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Κινείσαι
ανάμεσα στις λέξεις και τη σιωπή, σε μια συνεχόμενη ισορροπία μεταξύ της
κραυγής της ζωής και της εσωτερικής ησυχίας που αναδύεται από τα βάθη της
ψυχής. Όταν ακροβατείς σε αυτές τις σιωπές, τις απουσίες και τις ελλείψεις, δεν
αναζητάς τη σιγουριά της καταγραφής ή του νοήματος, αλλά τη βαθιά, καθαρή
αίσθηση της ύπαρξης. Εκεί βρίσκεις την αλήθεια σου – σε αυτές τις ανατολές και
εκλείψεις, σε μοναξιές και φθορά, εκεί που το εγώ συναντά την ουσία. Ακροβατώ,
λοιπόν, ανάμεσα σε εμένα και το εγώ, γιατί η ποίηση είναι το σημείο συνάντησης
αυτών των δύο, εκεί όπου ο εαυτός και η προσωπική μας αλήθεια συνθέτουν μια
καινούργια πραγματικότητα. Δεν πρόκειται για κάτι απτό ή σίγουρο, αλλά για την
αποδοχή και την κατανόηση των αντιφάσεων και των κενών που μας ορίζουν ως
ανθρώπους. Η ποίηση είναι η αναγνώριση του αβέβαιου και του ατέρμονου μέσα μας,
εκεί που η ψυχή βρίσκει τη δική της ελευθερία, ακόμη και μέσα στη φθορά και την
αφθαρσία.
Ολόκληρη η συλλογή μια περιδιάβαση, ένα
ταξίδεμα, μια περιπλάνηση σε αισθήσεις, χρωματισμένη με τα χρώματα της καρδιάς,
εξοστρακίζοντας στη λογική που θα έθετε φραγμούς σε όλα αυτά.
«Η συλλογή μου είναι μια αδιόρατη περιπλάνηση σε κήπους μυστικούς, εκεί
όπου η λογική σωπαίνει και οι αισθήσεις ψιθυρίζουν ιστορίες παλιές, γραμμένες
με φως και μνήμη. Κάθε λέξη ανασαίνει το άρωμα της καρδιάς, κάθε σιωπή κρύβει
έναν ολόκληρο κόσμο. Δεν επιδίωξα να δώσω απαντήσεις· μόνο να ζωγραφίσω την
άβυσσο της ψυχής με απαλές πινελιές ονείρου και ελευθερίας. Να αφήσω το άπιαστο
να ανθίσει. Ο σκοπός είναι το ταξίδι, η ονειροπόληση, η ανεπαίσθητη αποτύπωση
όσων γεννιούνται και χάνονται μέσα μας. Είναι το παραμύθι που δεν ξεριζώνεται
ποτέ από την ψυχή, ακόμη κι όταν γνωρίζεις την πικρή αλήθεια του κόσμου.
Μοιράζεσαι, τολμάς, γράφεις για ό,τι δεν αγοράζεται ούτε πωλείται: τα αληθινά
συναισθήματα. Και συνεχίζεις, με ταπεινή γενναιότητα, να χαρίζεις τη σπίθα της
φωτιάς σου, γιατί έμαθες πως μόνο όταν μοιράζεσαι, ο κόσμος αποκτά χρώμα, άρωμα
και ανάσα. Η γραφή γίνεται τότε προσευχή στο αόρατο· ένας μυστικός διάλογος με
ό,τι μας υπερβαίνει.»
Στο απόσπασμα του ποιήματος Για φαντάσου,
«Για φαντάσου πόση μικροψυχία βάλαμε/και τη ζωή μας ματαιότητα τη γεμίσαμε./Ψεύτικες
ιδεολογίες πιστέψαμε/και δρόμους άδειους επιλέξαμε./Για φαντάσου πόσους σταθμούς
μπερδέψαμε/πόσα όνειρα σβήσαμε/και της καρδιάς τον κτύπο δεν ακούσαμε./Για
φαντάσου/ πως όλα αυτά/τα κάναμε για τη ζωή./Γιατί το μέσα μας ποτέ δεν
είδαμε/και το εγώ μας ήταν πάντα τόσο περίσσιο.», είναι πάντα τα υπερβολικά
εγώ που δεν μας αφήνουν να απολαύσουμε τη ζωή και μας κρατάνε δέσμιους;
Για φαντάσου... Πόσα αφήσαμε πίσω για έναν εγωισμό. Πόσα όνειρα μαράθηκαν,
πόση αγάπη λύθηκε στα χέρια μας, πόση θλίψη τρύπωσε για μια επιθυμία
ανεκπλήρωτη. Και το όνειρο, εκείνο το εύθραυστο όνειρο, το αφήσαμε να χαθεί
μέσα στην απέραντη ερημιά που εμείς οι ίδιοι υφάναμε. Κι έτσι, εγώ, έφτιαξα ένα
δικό μου παραμύθι για να κρυφτώ· ένα παραμύθι, για να φύγω μακριά από τον
θόρυβο αυτού του κόσμου. Έπλασα έναν παράδεισο αληθινό, πλασμένο μόνο από
όνειρα, από ανάσες καρδιάς, από όλα όσα δεν μετρούνται και δεν ζυγίζονται· έναν
κόσμο όπου το «εγώ» σωπαίνει και ο άνθρωπος ξανασυναντά την καθαρότητα του
πρώτου του βλέμματος.
Γιατί, όταν η καρδιά μιλάει χωρίς το βάρος του «εγώ», ο κόσμος ξαναγεννιέται.
Και μέσα σ’ αυτό το παραμύθι, υπάρχει ακόμη χώρος για πίστη, για αγάπη, για την
άφθαρτη ουσία του ονείρου.»
Ποιους θα καλούσες σε δείπνο;
Θα καλούσα τη Μητέρα Τερέζα, για να νιώσω από κοντά
τη δύναμη της σιωπηλής αγάπης και της απόλυτης προσφοράς. Θα καλούσα τον Νίκο
Καζαντζάκη, για να αφουγκραστώ τη φωνή μιας ψυχής που πάλεψε με τα μεγάλα
ερωτήματα της ύπαρξης και δεν φοβήθηκε να πονέσει, να διψάσει, να αναζητήσει.
Και θα καλούσα τον Οδυσσέα Ελύτη, για να μεθύσω με το φως του λόγου του, να
μιλήσω μαζί του για τα άυλα πράγματα — το όνειρο, την ελευθερία, την άνοιξη της
ψυχής. Ένα δείπνο απλό, γεμάτο σιωπές, λέξεις και αλήθειες που δεν χρειάζονται
περιτύλιγμα.
Μια καλημέρα και μια καληνύχτα είναι μια
ερωτική ιστορία, σύμφωνα με το ποίημά σου Ιστορία σιωπής, όπου, «το πάθος με
το λάθος/από τότε βρέθηκαν μαζί/και ο έρωτας έδωσε πνοή/μέρα με τη μέρα/ώρα με
την ώρα.». Είναι γεγονός ότι ενδίδουμε στο πάθος ακόμη και αν γνωρίζουμε
ότι δεν είναι σωστό;
Για μένα το πάθος είναι ρυθμός που σε καλεί να
χορέψεις. Είναι μια σονάτα που κλαίει πάνω στα πλήκτρα του πιάνου ή ένα
ζεϊμπέκικο που καίει βαθιά την ψυχή. Είναι μια αόρατη μουσική που χτυπά στα
σωθικά και σου ζητά να ενδώσεις. Εσύ αποφασίζεις σε ποιο ρυθμό θα χορέψεις· αν
θα χαθείς σε ένα ταγκό που σε παρασέρνει με πάθος ή αν θααφεθείς σε ένα
φλαμένκο που φλέγεται με άγρια φλόγα.
Το πάθος δεν γνωρίζει σωστό ή λάθος. Γνωρίζει μόνο να υπάρχει, να καίει, να
θρηνεί, να λυτρώνει. Και κάπου εκεί, ανάμεσα στο βήμα και στη σιωπή,
ανακαλύπτεις ποιος αληθινά είσαι: όχι αυτός που φοβάται το λάθος, αλλά εκείνος
που τολμά να ζήσει με όλο του το φως.
Από τα πιο δυναμικά ποιήματα που
περιέχονται στο βιβλίο σου είναι εκείνο με τίτλο Δανεική ζωή, όπου στον πρώτο
στίχο δηλώνεται ξεκάθαρα το μεγαλείο της ερωτευμένης καρδιάς. «Θέλω να νιώσω
πώς αισθάνεσαι./Δάνεισέ μου το δάκρυ σου,/χάρισέ μου τη σκέψη σου/μοίρασέ μου
τον πόνο σου./Άφησέ με να διαβάσω/τις κιτρινισμένες σελίδες/της συντριβής σου.»Τελικά
για να μάθουμε τον άλλον και ίσως να δικαιολογήσουμε τις συμπεριφορές του, είναι
ανάγκη να καταλάβουμε ακόμα και τις ήττες του;
Για να μάθουμε αληθινά έναν άνθρωπο, πρέπει να σκύψουμε με ταπεινότητα στις
χαρακιές της ψυχής του· να διαβάσουμε τις κιτρινισμένες σελίδες της ήττας του,
όπως ξεφυλλίζει κανείς ένα παλιό ημερολόγιο ποτισμένοαπόβροχές και σιωπές.Δεν
αρκεί να δούμε το χαμόγελό του· πρέπει να περπατήσουμε ξυπόλυτοι στα ερείπια
των ονείρων του, να αφουγκραστούμε τη θλίψη που άφησε ένας χαμένος έρωτας, μια
απουσία, μια σιωπηλή κραυγή. Στο ποίημα Δανεική ζωή άφησα την καρδιά να
ζητήσει όχι μόνο το φως του άλλου, αλλά και το σκοτάδι του· να δανειστεί το
δάκρυ του, να κρατήσει για λίγο στα χέρια της την εύθραυστη σιωπή του. Έμαθα να
γίνομαι θεατής της ζωής· όχι αμέτοχος, αλλά συμμέτοχος στη σιωπή και στην αγωνία
του άλλου. Έμαθα να παίρνω θέση· να σκύβω με σεβασμό επάνω από τις ήττες, να
συναισθάνομαι τις πληγές που δεν φαίνονται με μάτια γυμνά. Κι έτσι μπορώ να
αφουγκράζομαι την κάθε ψυχή· να γράφω όχι από παρατήρηση, αλλά από βίωμα. Γιατί
μόνο ό,τι έχει περάσει από μέσα σου μπορείς αληθινά να το καταγράψεις με την
αλήθεια που του αξίζει.
Η Γκέλη Ντηλιά είναι ποιήτρια και συγγραφέας.















