Η Γ΄ Εθνική Συνέλευση του 1827, που συνεδρίασε στην Τροιζήνα, κλήθηκε να αντιμετωπίσει ένα από τα πλέον κρίσιμα κοινωνικά ζητήματα της Επανάστασης: τη μέριμνα και την αποκατάσταση των ξεριζωμένων οικογενειών του Σουλίου. Είχαν ήδη παρέλθει πέντε έτη από τις 2 Σεπτεμβρίου 1822, όταν οι Σουλιώτες, εξαναγκασμένοι σε συνθηκολόγηση με τους Τουρκαλβανούς, εγκατέλειψαν την πατρίδα τους, τα σπίτια και τις περιουσίες τους.
Περίπου πεντακόσιες οικογένειες βρέθηκαν στον δρόμο, μεταφέροντας μαζί τους ελάχιστα υπάρχοντα. Αρχικά κατέφυγαν στα Επτάνησα και συγκεκριμένα στο νησί Κάλαμο, υπό βρετανική διοίκηση, όπου εγκαταστάθηκαν προσωρινά. Από εκεί επιχείρησαν επανειλημμένα να εξασφαλίσουν τόπο μόνιμης εγκατάστασης — από το Ζαπάντι και το Βραχώρι έως το Νεόκαστρο Μεσσηνίας — χωρίς επιτυχία. Οι πολεμικές συνθήκες, σε συνδυασμό με τις αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών, δημιουργούσαν ανυπέρβλητα εμπόδια στην αποκατάστασή τους.
Τα αιτήματα προς την Εθνοσυνέλευση
Οι Σουλιώτες υπέβαλαν επανειλημμένα αιτήματα τόσο στη Γ΄ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου όσο και αργότερα σε εκείνη της Τροιζήνας, ζητώντας μόνιμο τόπο εγκατάστασης. Στις 27 Απριλίου 1827 αναγνώστηκε ενώπιον του Σώματος αίτημα των Νότη Μπότσαρη, Ν. Τζαβέλα, Γ. Κίτσου και Ζώη Πάνου, στο οποίο τονιζόταν με δραματικό τρόπο ότι «αι χήραι των λεγομένων ηρώων λιμοκτονούσιν εις ξένους τόπους, ενώπιον των υποσχέσεων του Έθνους».
Η Συνέλευση ενέκρινε το αίτημα και προσδιόρισε ως κατάλληλη περιοχή εγκατάστασης τις εθνικές γαίες «από της Επιδαύρου μέχρι της Απάθειας» [Σημείωση 1, 2]. Παράλληλα, προβλέφθηκε η σύσταση ειδικής πενταμελούς επιτροπής καταμέτρησης, η οποία θα αξιολογούσε την επάρκεια των εκτάσεων έως την «ανάκτηση της γενεθλίου γης» των Σουλιωτών. Ωστόσο, η τελική έγκριση και η υλοποίηση του σχεδίου έπρεπε να περάσουν και από το Βουλευτικό.
Η συγκρότηση και το έργο της επιτροπής
Το Βουλευτικό πρότεινε η επιτροπή να αποτελείται από δύο αυτόχθονες και τρεις μη αυτόχθονες και να προβεί σε λεπτομερή καταγραφή των καλλιεργήσιμων και βοσκήσιμων εκτάσεων, των υποδομών, του πληθυσμού και των ιδιοκτησιακών σχέσεων των χωριών της περιοχής. Το σχέδιο εγκρίθηκε και διαβιβάστηκε στην Αντικυβερνητική Επιτροπή, η οποία όρισε τα πέντε μέλη της· μεταξύ αυτών ήταν ο Π. Τζολακόπουλος από τη Νέα Επίδαυρο και ο Α. Λογοθέτης από το Αγγελόκαστρο ως οι δύο αυτόχθονες.
Η άφιξη των Σουλιωτών στο Ναύπλιο
Κατά την ίδια περίοδο, καραβάνι αποτελούμενο από 126 γυναικόπαιδα μεταφέρθηκε από τον Κάλαμο στο Ναύπλιο, όπου το Υπουργείο Εσωτερικών προέβη στην επίσημη απογραφή τους. Σύμφωνα με τον ονομαστικό κατάλογο της 12ης Αυγούστου 1827, οι οικογένειες διακρίνονται σε δύο κατηγορίες.
Στην πρώτη περιλαμβάνονται 28 χήρες με τα ορφανά τέκνα τους, συνολικού αριθμού 69 ατόμων, των οποίων οι σύζυγοι είχαν απολεσθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου. Μεταξύ αυτών αναφέρονται η Γιωργάκενα Τζαβέλα, η Παπούλαινα και η Κώστα Μπέκενα — επώνυμα που απαντώνται σήμερα στην Αρχαία Επίδαυρο.
Η δεύτερη κατηγορία αφορά γυναίκες και τέκνα οικογενειών στρατηγών, οπλαρχηγών και στρατιωτών που βρίσκονταν εν ενεργεία στα πεδία των μαχών· συνολικά 57 άτομα.
Η καταγραφή των χωριών και η ιστορική γεωγραφία
Η πενταμελής επιτροπή προχώρησε σε εκτενή και συστηματική καταγραφή των οικισμών από την Επίδαυρο έως την Απάθεια. Πέραν του άμεσου πρακτικού της σκοπού, η καταγραφή αυτή αποτελεί σήμερα πολύτιμη πηγή για τη μελέτη της ιστορικής γεωγραφίας της περιοχής κατά τα έτη της Επανάστασης.
Τα στοιχεία αποκαλύπτουν μια περιοχή σε κατάσταση έντονης δημογραφικής και οικονομικής αποσύνθεσης. Πολλοί οικισμοί εμφανίζονται ακατοίκητοι ή σχεδόν εγκαταλελειμμένοι, με κατοικίες ερειπωμένες ή ασκέπαστες. Για κάθε οικισμό καταγράφονται, εκτός από τον αριθμό κατοικιών και εκκλησιών, τα όρια της επικράτειας με αναφορά σε τοπωνύμια, καθώς και αναλυτικός υπολογισμός καλλιεργήσιμων και βοσκήσιμων εκτάσεων. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται σε χέρσες, εγκαταλελειμμένες ή βαλτώδεις γαίες.
Στην Επίδαυρο (Αρχαία και Άνω) δεν καταγράφονται κατοικίες· αντιθέτως, σημειώνονται εκτεταμένες καλλιεργήσιμες εθνικές εκτάσεις σε διάφορες θέσεις, συνολικής έκτασης 636 στρεμμάτων, καθώς και εκτάσεις βαλτώδους και χέρσου χαρακτήρα. Στα όρια των εκτάσεων αυτών εντοπίζονται ιδιόκτητες γαίες γειτονικών μοναστηριών και κατοίκων της Νέας Επιδαύρου [Σημείωση 3]. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται για την Άνω Επίδαυρο, όπου καταγράφονται τρεις εθνικοί νερόμυλοι, αγορασμένοι από τον βουλευτή Πάγκαλο, καθώς και ένας ακόμη, ο οποίος οικοδομήθηκε το 1827 από τον ηγούμενο της μονής Καλαμίου Αμβρόσιο σε εθνική έκταση, στη θέση «στο λιθάρι εις το στενόν» [Σημείωση 4,5].
Στα χωριά Κολιάκι, Χατζημέτο και Τραχειά καταγράφονται επτά, δέκα και δεκαοκτώ κατοικίες αντίστοιχα, όλες ασκέπαστες. Παρά την εγκατάλειψη των οικισμών, σημειώνονται καλλιεργήσιμες εκτάσεις, οι οποίες είχαν παραμείνει ακαλλιέργητες επί επτά έτη, καθώς και περιορισμένος αριθμός ελαιοδέντρων. Στην Τραχειά, στη θέση «μούλκι», καταγράφηκε μία μεγάλη, ιδιόκτητη, τριγωνικού σχήματος έκταση, αναφερόμενη ονομαστικά.
Οι οικισμοί Μπεντένι (18 κατοικίες) και Καρατζάς (8 κατοικίες) διέθεταν εκτεταμένες εθνικές εκτάσεις με περιβόλια και περιορισμένο αριθμό ελαιοδέντρων, αλλά και μεγάλες ακαλλιέργητες εκτάσεις. Στον Καρατζά καταγράφεται η ύπαρξη ενός νερόμυλου και της βρύσης του Μουλά Χασάνη, ενώ δεύτερος νερόμυλος σημειώνεται στη θέση Κόκλα, «καινούριος του Μοναστηρίου Αυγού». Κατά τον χρόνο της καταγραφής (1827), κανένας κάτοικος δεν διέμενε στους οικισμούς αυτούς.
Στον οικισμό Ράντου καταγράφονται 1.000 στρέμματα καλλιεργήσιμης γης και 160 στρέμματα στη θέση Λάλεζα, ενώ κατοικούσαν έξι οικογένειες καλλιεργητών σε έξι κατοικίες· δύο ακόμη κατοικίες καταγράφονται ως ασκέπαστες και κενές,όπως και οι τρεις κατοικίες της Ματαράγγας. Μικρότεροι οικισμοί, όπως η Χώριζα και το Σκαπέτι, δεν διέθεταν κατοικίες· ωστόσο, οι γεωργικές τους εκτάσεις καλλιεργούνταν από κατοίκους άλλων περιοχών, κυρίως των Διδύμων.
Χαρακτηριστικά, για τη γη της Χώριζας η επιτροπή σημειώνει ότι πρόκειται για «ορεινάς και υγιείς θέσεις, κατάλληλους δια κατοικίαν, με νερά πολλά». Ανάλογες, επίσης, κατάλληλες θέσεις για ορεινή κατοίκηση αναφέρονται και για την ακατοίκητη Τζουκαλιά.
Στη Λεσιά καταγράφονται ένα πετρόκτιστο σπίτι, ένα μαγαζί και δώδεκα καλύβες, με τα περισσότερα αγροτεμάχια να παραμένουν ακαλλιέργητα, καθώς και οι περιβολότοποι του Αρίφμπεη. Στο Βαλαριό και στα Μαζώματα αναφέρονται μικρές εκτάσεις με αμπελώνες και καλλιεργήσιμη γη, καθώς και οκτώ και δέκα σκεπασμένα σπίτια αντίστοιχα, μαζί με άλλα ερειπωμένα. Για τον οικισμό Κοκκινιά η επιτροπή σημειώνει: «Νερό βρύον από το βουνό, εκ του οποίου δύναται να γενή μύλος και να ποτισθή μέρος του κάμπου».
Στην Απάθεια καταγράφεται η ύπαρξη πύργου και καλυβών για σέμπρους καλλιεργητές, ενώ στο Δαμαλά σημειώνονται περισσότερες υποδομές: εξήντα τέσσερα σπίτια, νερόμυλοι, αμπελώνες, εκτενέστερες καλλιεργήσιμες εκτάσεις και «δύο τοιχόκτιστα περιβόλια με λεμονιές του Χατζη-Ιμπραήμη λεγόμενα».
Ως προς τις εκκλησιαστικές υποδομές, καταγράφεται μία εκκλησία στην Τραχειά, μία στον Καρατζά, μία ασκέπαστη στο Μπεντένι (Αγία Ελένη), η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στη Λεσιά, σε πετρώδη λόφο, καθώς και το νεόδμητο τότε μοναστήρι της Παναγίας στο Βίδι. Τέλος, σημειώνεται ότι τα χωριά Κοκκινιά, Μαζώματα και Δαμαλάς είχαν ήδη εκποιηθεί, τον Μάρτιο του 1825, σε Υδραίους, «οίτινες τα βαστούν ως ιδιόκτητα».
Η μη υλοποίηση του σχεδίου
Παρά το εκτεταμένο έργο της επιτροπής, η προγραμματισμένη εγκατάσταση των Σουλιωτών δεν υλοποιήθηκε. Η καθυστέρηση οφείλεται στον βραδύ και αναποτελεσματικό μηχανισμό λήψης αποφάσεων των πολιτικών σωμάτων της περιόδου, αλλά και στα αντικρουόμενα συμφέροντα εγχώριων παραγόντων που διεκδικούσαν τις ίδιες εθνικές γαίες.
Έτσι, το καραβάνι των Σουλιωτών προσφύγων συνέχισε την πολυετή και μαρτυρική του περιπλάνηση. Κατά τη Δ΄ Εθνοσυνέλευση του Άργους (1829) τα αιτήματα επανήλθαν, ενώ το 1832, στο πλαίσιο της Ε΄ Εθνοσυνέλευσης, αποφασίστηκε με το ψήφισμα ς΄ η παραχώρηση εθνικών οικοπέδων στη Ναύπακτο και στο Βραχώρι (Αγρίνιο).
Τέλος, το 1828, ο Ιωάννης Καποδίστριας παραχώρησε στην περιοχή της Απάθειας έκταση 60 στρεμμάτων εθνικής γης στον Ιρλανδό γεωπόνο Στίβενσον, με σκοπό πειραματικές καλλιέργειες πατάτας [Σημ. 6]. Η προσπάθεια απέτυχε, καθώς η καλλιέργεια στις αρχές του 1829 δεν απέδωσε, ενώ παράλληλα προκάλεσε έντονες αντιδράσεις των κατοίκων λόγω της απόσπασης γης από τις παραδοσιακές καλλιέργειες δημητριακών και της μη καταβολής των προβλεπόμενων δικαιωμάτων, δεδομένου ότι ούτε ο Ιρλανδός γεωπόνος κατέβαλε τα οφειλόμενα στον ενοικιαστή των εθνικών προσόδων.
Σημειώσεις:
Σημείωση 1: Το 1822, κατόπιν έγκρισης του Εκτελεστικού Σώματος, στη διοικητική περιφέρεια της Νέας Επιδαύρου εντάχθηκαν τα χωριά Μπεντένι, Κολιάκι, Τραχειά, Χατζημέτου, Λεσιά και Βαλαριό. Κατά τα έτη της Επανάστασης, η ενοικίαση των εθνικών προσόδων των χωριών αυτών πραγματοποιούνταν συχνά ενιαία και όχι κατά οικισμό.
Σημείωση 2: Το 1824, πρόσφυγες προερχόμενοι από τη Λιβαδειά, τη Στυλίδα και την Αταλάντη εγκαταστάθηκαν επίσης στην περιοχή της Επιδαύρου, γεγονός που προκάλεσε έντονη κινητοποίηση τόσο της τοπικής κοινωνίας όσο και των κεντρικών διοικητικών οργάνων, ιδίως του Εκτελεστικού Σώματος και του Υπουργείου Εσωτερικών. Οι σχετικές παρεμβάσεις και απόψεις του Παπαφλέσσα για το ζήτημα αυτό διατηρούν αξιοσημείωτη επικαιρότητα και σε αντίστοιχες σύγχρονες καταστάσεις.
Σημείωση 3: Το παλαιότερο οθωμανικό αρχείο που αναφέρεται στην περιοχή, χρονολογούμενο στο 1512, καταγράφει ότι «ο μεζράας (καλλιεργήσιμη γη) της Επιδαύρου υπάγεται στην Κόρινθο και είναι κενός από ραγιάδες καλλιεργητές, στα όρια του χωρίου Πιάδα, με παραγωγή 215 ακτσέδων». Δεδομένου ότι ο κεφαλικός φόρος ανερχόταν τότε σε 25 ακτσέδες, η συνολική φορολογική απόδοση των 215 ακτσέδων από το σύνολο της σημερινής περιοχής της Αρχαίας Επιδαύρου υποδηλώνει εξαιρετικά περιορισμένη παραγωγική δραστηριότητα. Αξιοσημείωτο είναι ότι ακόμη και κατά τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα πολλές εκτάσεις της περιοχής περιγράφονται στις πηγές ως βαλτώδεις.
Σημείωση 4: Στις 20 Οκτωβρίου 1820, ο Κιαμήλ μπέης της Κορίνθου παραχώρησε, υπό ειδικούς όρους, σε όλους τους κατοίκους της Νέας Επιδαύρου έκταση 165 στρεμμάτων στην Άνω Επίδαυρο και στην περιοχή πλησίον της εκκλησίας της Αγίας Όλγας, με σκοπό τη φύτευση αμπελώνων. Στον σχετικό κατάλογο διανομής καταγράφονται αναλυτικά τα ονόματα των δικαιούχων και οι εκτάσεις που αποδόθηκαν σε καθέναν. Η παραχώρηση αυτή αμφισβητήθηκε από την επαναστατική Διοίκηση και, το 1824, ο Υπουργός Εσωτερικών και Αστυνομίας Παπαφλέσσας ζήτησε τη γνωμοδότηση εμπειρογνώμονα, ως προς τη γνησιότητα του σχετικού εγγράφου .
*Σημείωση 5: Οι τρείς εθνικοί νερόμυλοι της Ανω Επιδαύρου αγοράστηκαν από τον βουλευτή Κέας Ιωάννη Πάγκαλο,αλλα ακόμη και το 1827 ούτε η τιμή ,ούτε η πληρωμή τους ήταν περασμένη στο βιβλίο εσόδων της ειδικής επιτροπής . [Αρχεία .Ελληνικής Παλιγγενεσίας τ.3 σελ.496]
*Σημείωση 6: Τα πλεονεκτήματα της πατάτας είχαν ήδη επισημανθεί σε έγγραφο του πολίτη Ι. Μ. Αντωνόπουλου προς το Βουλευτικό Σώμα, με ημερομηνία 19 Δεκεμβρίου 1825, στο οποίο ζητούσε την προώθηση της καλλιέργειάς της· ωστόσο, η πρόταση αυτή -λόγω και των συνθηκών-δεν είχε άμεσο πρακτικό αποτέλεσμα.
ΠΗΓΕΣ
*Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας τόμος 1,σελ.386 και τόμος 3,σελ.238 και 472 και τόμος 5,σελ.48 και 212,. *ΓΑΚ Αρχείο Λαδά, Κ47,Φ.Β ,Φ4 ,αρ.21
*ΓΑΚ Αρχείον Εκτελεστικού,[περιόδου Αγώνος 1822-1826] Φ13, Φ22 ,Φ38,Φ 76,Φ147
*ΓΑΚ. Αρχείον Γραμματείας υπουργείου Εσωτερικών [περιόδου Αγώνος 1822-1827] Φ11,Φ13,Φ14,Φ36, Φ42 ,Φ 60 Φ99 και Φ100
*ΓΑΚ Αρχείον Γενικής Γραμματείας περιόδου Καποδίστρια [1828-1833] Φ 25 ,Φ 179 και Φ 188 *ΓΑΚ Αρχείον Εκτακτων Επιτρόπων και προσωρινών Διοικητών[περιόδου Ι.Καποδίστρια 1828-1833] Φ22
*ΓΑΚ Αρχείον Επιτροπής Οικονομίας περιόδου Κυβερνήτη Καποδίστρια [1828-1833]Φ 8
*ΓΑΚ. Αρχείον Γραμματείας υπουργείου Οικονομίας [περιόδου Αγώνος 1822-1827] Φ13,Φ14,Φ19,Φ 20,Φ 40 ,Φ43,Φ63 ,Φ64,Φ95 ,Φ 101
*Γεν.Εφημερίδα της Ελλαδος 25 Ιουνίου 1827,αρ.φ.49 ,σελ.193-4, και 29 Ιουνίου 1827 .αρ.φ.50 ,σελ.197
*Απ.Βακαλόπουλο,Πρόσφυγες και προσφυγικόν ζήτημα κατά την Επανάστασιν του 1821,Θεσσαλονίκη 1939
*Κώστα Κόμη Σύναμμα,Κοινωνικές Δομές και όψεις του Νεοελληνικού Χώρου.Πόλεις,πληθυσμιακές μετακινήσεις ,Μηχανισμοί κυριαρχία και άλλα σχετικά ζητήματα.Παμεπιστήμιο Ιωαννήνων ,Εππσιτημονική επεξεργασία Φιλοσοφικής Σχολής Δωδώνη: Παράρτημα Αρ.78 .Ιωάννινα 2007. *Λάμπρου Κουτσονίκα,Γενική ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως Αθήναι : Τυπ. του "Ευαγγελισμού" Δ. Καρακατζάνη, 1863-1864.
















