Τα πρώτα γράμματα μαζί με χριστιανικές διδαχές τα έλαβε από την μητέρα του. Στη Σηλυβρία τελείωσε το δημοτικό και το σχολαρχείο. Ήταν ένα ευφυέστατο παιδί με πολύ καλή μνήμη, που έδειξε την διδασκαλική και θεολογική του κλίση από πολύ νωρίς. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι σε ηλικία μόλις επτά ετών, έραβε φύλλα χαρτιού μεταξύ τους με σκοπό να φτιάξει βιβλία για να γράψει σε αυτά τα λόγια του Θεού, όπως ο ίδιος είπε στην μητέρα του.
Την ίδια περίοδο έλαβε χώρα και το πρώτο θαύμα του Αγίου Νεκταρίου. Ενώ βρισκόταν σε ιστιοφόρο και ταξίδευε για να πάει από την Κωνσταντινούπολη στην ιδιαίτερη πατρίδα του -για να εορτάσει μαζί με την οικογένεια του τα Χριστούγεννα- έπιασε μεγάλη τρικυμία. Με την παραίνεση και τις προσευχές όμως του Αγίου, το πλοίο κατάφερε να φτάσει στον προορισμό του και έτσι γλύτωσαν την ζωή τους οι συνεπιβάτες του και φυσικά ο ίδιος.
Μετά την πάροδο επτά ετών, εισήλθε ως δόκιμος μοναχός στην «Νέα Μονή», της Χίου, σε ηλικία 27 ετών. Τρία χρόνια αργότερα έγινε μοναχός (στις 7 Νοεμβρίου 1876) και έλαβε το όνομα Λάζαρος, ενώ άρχισε να εργάζεται ως γραμματέας του μοναστηριού. Λίγους μήνες αργότερα (στις 15 Ιανουαρίου 1877) χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος από τον τότε Μητροπολίτη Χίου, Γρηγόριο. Κατά την χειροτονία του, ήταν που έλαβε το όνομα Νεκτάριος.
Το ίδιο έτος (1877) έφυγε από την Νέα Μονή με άδεια και πήγε στην Αθήνα για να συνεχίσει τις σπουδές του. Αξίζει σε αυτό το σημείο να αναφέρουμε ότι τα έξοδα των σπουδών του αυτών, κάλυψαν οι αδερφοί Χωρέμη -ο Ιωάννης και ο Δημοσθένης Χωρέμης. Στο νησί της Χίου επέστρεψε μετά από τρία έτη, έχοντας στις αποσκευές του το πτυχίο του Γυμνασίου.
Έτσι ο Άγιος Νεκτάριος, πήρε για άλλη μια φορά τον δρόμο για την Αθήνα όπου γράφτηκε στην Θεολογική Σχολή Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε τρία χρόνια αργότερα. Στην Θεολογική Σχολή διδάχθηκε: Δογματική, Ηθική, Παλαιά Διαθήκη, Εβραϊκά, Καινή Διαθήκη, Ποιμαντική, Πατρολογία, Χριστιανική Αρχαιολογία, Κατηχητική, Συμβολική και Ιστορία Δογμάτων. Την περίοδο των σπουδών του υπηρέτησε ως διάκονος στους ναούς: της Αγίας Ειρήνης (Αιόλου), της Παντάνασσας (Μοναστηράκι) και στου Αγίου Νικολάου (Πευκάκια).
Ήταν τέλη του 1885 ή αρχές του 1886 όταν επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια έχοντας τελειώσει τις σπουδές του στην Θεολογική Σχολή Αθηνών. Φτάνοντας εκεί ανέλαβε αμέσως καθήκοντα ιεροκήρυκα. Στις 23 Μαρτίου του 1886 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος στον Ναό του Αγίου Σάββα από τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας, ενώ τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου ανήλθε στο αξίωμα του Αρχιμανδρίτη. Εργάστηκε ως γραμματέας του Πατριαρχείου και κατόπιν ως Πατριαρχικός Επίτροπος στο Κάιρο.
Οι συκοφάντες έριξαν τους σπόρους τους, κι εκείνοι βρήκαν γόνιμο έδαφος στον υπερήλικο Πατριάρχη και φύτρωσαν. Αποτέλεσμα; Να αφαιρεθούν από τον Άγιο Νεκτάριο τα αξιώματα του, και να του επιτραπεί μόνο να διαμένει στο δωμάτιο του, χωρίς να μπορεί να κινείται στην περιοχή του Καΐρου και στις γύρω κωμοπόλεις. Οι συκοφάντες όμως δεν έμειναν ικανοποιημένοι. Συνέχισαν το βδελυρό τους έργο και έτσι, στις 11 Ιουλίου του 1890 εξεδόθη από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας «απολυτήριο», με το οποίο υποχρέωναν τον Άγιο να εγκαταλείψει την Αίγυπτο, παρόλο που εκείνος είχε συμμορφωθεί απόλυτα και χωρίς διαμαρτυρίες στις εντολές του Σωφρόνιου. Αξίζει να σημειωθεί ότι το «απολυτήριο» δεν ήταν σύμφωνο με τους κανόνες της Εκκλησίας -δεν είχε γίνει εκκλησιαστική δίκη- αλλά και δεν του καταβλήθηκαν οι μισθοί που του χρωστούσε το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας από την μέρα που χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Πενταπόλεως έως και την ημέρα που τον ανάγκασαν να αποχωρήσει από την Αίγυπτο.
Από την στιγμή που έφτασε στην ελληνική πρωτεύουσα, άρχισε να αναζητά κάποια θέση που θα του επέτρεπε να προσφέρει ξανά τις υπηρεσίες του στους ανθρώπους. Μετά από ένα χρόνο -δύσκολο λόγω της άσχημης οικονομικής του κατάστασης- διορίστηκε από την Εκκλησία της Ελλάδος ιεροκήρυκας Ευβοίας, στις 15 Φεβρουαρίου του 1891. Κοντά στους εκεί χριστιανούς έμεινε δυόμιση χρόνια, έως τον Αύγουστο του 1893, όπου μετατέθηκε στο νομό Φθιώτιδος και Φωκίδος. Στην νέα του θέση παρέμεινε μόλις μισό χρόνο.
Το ήθος του, ο εξαίσιος χαρακτήρας του, η ευσέβεια του, αλλά και οι πράξεις του, έκαναν το ποίμνιο του να τον αγαπά σαν πατέρα και την φήμη του να εξαπλώνεται συνεχώς. Όταν αυτή η φήμη έφτασε στα αρμόδια "αυτιά", στην Αθήνα, αποφασίστηκε ο Άγιος Νεκτάριος να διοριστεί διευθυντής της Ριζαρείου σχολής, πράγμα που έγινε τον Μάρτιο του 1894.
Τις περισσότερες ώρες της ημέρας εργαζόταν για τις ανάγκες της σχολής και τον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο του τον μοίραζε στην προσευχή, στην μελέτη, στην συγγραφή και στην αγαπημένη του ασχολία: την φροντίδα λουλουδιών και δέντρων.
Κατά την διάρκεια των θερινών διακοπών της σχολής, το καλοκαίρι του 1898, ο Άγιος Νεκτάριος επισκέφθηκε το Άγιο Όρος, όπου και περιόδευσε στις εκεί μονές για σχεδόν δύο μήνες. Στο διάστημα αυτό μελέτησε εκτενώς τα χειρόγραφα στις βιβλιοθήκες των μονών, προς αναζήτηση υλικού για τις επιστημονικές εργασίες του.
Παράλληλα με τα καθήκοντα του διευθυντού της Ριζαρείου, αναλαμβάνει και φιλανθρωπική δράση συνδράμοντας όσους είχαν ανάγκη σε πνευματικό και υλικό επίπεδο. Η έντονη σωματική και πνευματική δράση εκείνων των ετών, έδρασε αρνητικά την υγεία του Αγίου, ο οποίος αρρώσταινε όλο και πιο συχνά. Τότε ήταν που στο μυαλό του γεννήθηκε η ιδέα της επιστροφής στον μοναστικό βίο και ζήτησε από την Νέα Μονή Χίου το απολυτήριο του, ώστε να μπορέσει να μονάσει όπου ήθελε. Το εν λόγω απολυτήριο εστάλη από την Νέα Μονή στον Άγιο Νεκτάριο στις 24 Νοεμβρίου του 1900.
Μετά από τέσσερα χρόνια, έχοντας πλέον αποφασίσει να αποσυρθεί στο μοναστήρι της Αίγινας και να ασχοληθεί με την οργάνωση του και την πνευματική καθοδήγηση των καλογριών που το στελέχωναν, υπέβαλε την παραίτηση του στο διοικητικό συμβούλιο της Ριζαρείου στις 7 Φεβρουαρίου του 1908. Η παραίτηση έγινε δεκτή από το συμβούλιο, το οποίο τον συνταξιοδότησε -ως ελάχιστη αναγνώριση του έργου του- με το σημαντικό για την εποχή ποσό, των 250 δραχμών το μήνα.
Στη μονή εγκαταστάθηκε μετά το Πάσχα του ιδίου έτους, μιας και παρέμεινε στην θέση του διευθυντή της Ριζαρείου μέχρι να βρεθεί αντικαταστάτης.
Με δικά του έξοδα έκτισε μια μικτή οικία, πλησίον αλλά εκτός της μονής, στην οποία θα κατοικούσε. Αξιοσημείωτο είναι ότι έλαβε ενεργά μέρος στο κτίσιμο, κουβαλώντας χώμα ή λάσπη και σκάβοντας, βοηθώντας τους τεχνίτες. Ποτέ, σε όλη του τη ζωή, δεν θεώρησε κάποια εργασία ανάξια του. Πάντα έκανε ότι περνούσε από το χέρι του, με ιδιαίτερη χαρά, ζήλο και ταπεινοφροσύνη!
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Άγιος Νεκτάριος έπασχε από χρόνια προστατίτιδα, η οποία του δημιουργούσε αφόρητους πόνους. Τελικά συμφώνησε στις συστάσεις των γιατρών και ήρθε στην Αθήνα στο Αρεταίειο νοσοκομείο. Εκεί νοσηλεύτηκε -στον 2ο θάλαμο του 2ου ορόφου (ήταν θάλαμος Γ θέσης: απορίας)- για δύο σχεδόν μήνες. Στο πλευρό του, καθ' όλη την διάρκεια της νοσηλείας του, ήταν συνεχώς -και εναλλάσσονταν σε βάρδιες- οι μοναχές Ευφημία και Αγαπία. Τελικά γύρω στα μεσάνυχτα της 8ης προς 9ης Νοεμβρίου του 1920 ανεχώρησε για τους Ουρανούς, σε ηλικία 74 ετών.
Όταν μετά από έξη μήνες άνοιξαν το μνήμα για να τοποθετηθεί μια επιτύμβια πλάκα -δωρεά της Ριζαρείου- το σκήνωμα του εξακολουθούσε να ευωδιάζει χωρίς να παρουσιάζει το παραμικρό σημάδι αλλοίωσης. Ενάμιση χρόνο αργότερα το μνήμα ξανανοίχτηκε και το ιερό σκήνωμα του εξακολουθούσε να παραμένει άφθαρτο και ευωδιάζον. Το ίδιο συνέβη και τρία χρόνια μετά την κοίμηση του. Συνολικά το σκήνωμα του παρέμεινε σε αυτή την κατάσταση για είκοσι ολόκληρα χρόνια!
Η επίσημη αναγνώριση του, ως Αγίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, έγινε το 1961 με Πατριαρχική Συνοδική Πράξη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τότε καθορίστηκε και η 9η Νοεμβρίου ως ημέρα εορτής του Αγίου Νεκταρίου.










.webp)