Ήτο αλλιώτικος κείνος ο καφενές.
Το καλωσόρισμα στην είσοδο τυπικό, διακριτικό, ευγενικό, ούτε φόβος μήτε ανασφάλεια · μα δύσβατο, ψυχρό, σκοτεινό, μακρύ το πέρασμα. Οι θύρες, με τα βαριά που τις ανοιγοκλείνουν κλειδιά, βροντούν μες στα μηνίγγια του και με βάρος ασήκωτο τους ώμους του σπρώχνουν, απότομα τους κατεβάζουν στο τσιμέντο, τους καρφώνουν εκεί. Η γραφή του βουστροφηδόν, κρέμονται οι σκέψεις του στα ξύλινα μανταλάκια με τα βρεμένα ρούχα. Ξεθώριασε και το χρώμα τους, στάζει από τα συρματοπλέγματα η ανατολή και η κοφτή ανάσα του ξυράφι στους νεκρούς διαδρόμους. Τα γόνατά του βαραίνουν δίχως καμιά προειδοποίηση και μια παλιά, σκουριασμένη, θαμμένη τανάλια σφίγγει ασυναίσθητα κι απρόσμενα τα κοφτερά σύρματα στην καρδιά του.
Λιγοστοί οι θαμώνες, ανά δυο στα τραπέζια · άνθρωποι σαν εσένα. Φορούν κι αυτοί ρούχα, κι αυτοί δένουν τα κορδόνια των παπουτσιών τους, έχουν κι αυτοί πλυθεί και χτενισθεί, πίνουν κι αυτοί τον καφέ τους, παίζουν κι αυτοί τις χάντρες από το κομπολόι τους ακατάπαυστα, ρυθμικά, δήθεν ανέμελα… Οι κουβέντες τους σιγαλές. Κάποιοι ίσως συλλογίζονται της ζήσης τους το σκοπό, της μοίρας τους της μαύρης το δόλο μερικοί πιθανόν να αναθεματίζουν. Τι κι αν η ειμαρμένη τους στη γωνία απροετοίμαστους τους βρήκε, τι κι αν το κακό οι ίδιοι το επέλεξαν, τι κι αν ακούσιο ήταν το μπλέξιμό τους; Τώρα δα το λούζονται, αμάσητο το καταπίνουν…
Ωστόσο, είναι δω να του πουν τη δική τους αλήθεια, το δικό τους ψέμα να ωραιοποιήσουν, τη δική τους ανάγκη για επικοινωνία να μοιρασθούν μαζί του. Ζούνε εδώ μέσα ίσως και μόνιμα, στέκουν αντίκρυ του, αμήχανα και δειλά και εξ αποστάσεως, και του χαμογελούνε · τον ευχαριστούνε για την επίσκεψη, «τιμή τους» λένε, προσμένοντας μια σταγόνα αποδοχής, ένα λόγο δικό του, ένα «μπράβο» για την προσπάθεια που θα κάνουν σε λίγο-αποτελεί γι’ αυτόν κάτι απλό, γι’ αυτούς κάτι σπουδαίο… Τα δικά τους λόγια (;) σπαθί πύρινο να κατακρεουργεί όσους δε στέκονται ανυπόκριτα σιμά τους, όσους σφυρίζουν αδιάφορα σιμώνοντάς τους, όσους επιδεικτικά τους αγνοούν, όσους τους υποτιμούν, τους χλευάζουν ή τους έχουν ξεγράψει, όσους τους έχουν λησμονήσει…
Μην ξεγελιέσαι! Φταίνε και το ξέρουν καλά που δε χωρούν σε καφενείο κανονικό πια, ευθύνονται και το γνωρίζουν που στέκουν απ’ όλο τον κόσμο απέναντι, κατανοούν που χέρι δεν τολμούνε, ούτε για ψίχουλα επαιτείας, ν’ απλώσουνε. Η σκοτεινιά της ματιάς τους απόκοσμη, απροσπέλαστη, εκκωφαντική, το σκότος του λάθους του μοιραίου που τους ακολουθεί βουβά δεν κρύβεται στα απλανή βαθουλωμένα μάτια τους· είναι ίσως το μόνο που μαρτυράει ποιοι είναι πραγματικά…
Είναι οι «Καθρέφτες των καιρών μας», σκέφτηκε, που ασύστολα κι αέναα θρυμματίζονται, που ουρλιάζουν σε μια εύθραυστη σιωπή σαβανωμένοι, είναι οι αιώνιες φιγούρες οι ακίνητες μες στην κίνησή τους, οι βουβοί ψιθυρισμοί μες στις φωνασκίες τους, οι διπλής όψεως ψευδαισθήσεις που πλανούν τους ανίδεους, είναι μιας κοινωνίας «αλάθευτης» το βαρύ, το πικρό το ανάθεμα, είναι και ο άχρωμος συρμάτινος ορίζοντας, είναι και ο άδροσος αντικατοπτρισμός, ο επίμονα παραμορφωμένος, μιας κοινωνίας απρόσωπης κι υπαίτιας, της οποίας οι ηθικές αξίες ψυχορραγούνε, είναι απλά… οι θαμώνες στο καφενείο «O Ληθαίος» · γράφει η πολυκαιρινή εκ των υδάτων ταμπέλα του καφενείου.
Μια γυναίκα, η εθελόντρια, ξάφνου, στέκει ανάμεσά τους κι όχι απέναντι τους ως οι άλλοι. Κείνη τους αποδέχεται ως είναι, χωρίς να τους απορρίπτει, δίχως να τους κρίνει · γνωρίζει καλά το «Μνήσθητί μου Κύριε», ξέρει πως ένας ληστής-υπόδειγμα μετανοίας- δικαιώθηκε ενώπιον του Θεού, γνωρίζει ακόμη καλύτερα πως η ασπλαχνία, η αμετανοησία, ο εγωισμός κάνουν τα παραπτώματά τους βαρύτερα και τις ίσως κατά καιρούς καλές τους πράξεις τις αμαυρώνουν, ξέρει πως η έμπρακτη και ειλικρινή μετάνοια σώζει και πως μόνο με το έλεος και με την ανθρωπιά ο ιλασμός γίνεται πιο εύκολος, πως το φως νικά το σκοτάδι. Η ανθρωπιά η περίσσια το διαλύει ως ο άνεμος τα γκρίζα σύννεφα…
Ένα χαμόγελό της φωτεινό, μια σκέψη της ζεστή, μια τρυφερή αγκαλιά της, μια κουβέντα της καλή, μια καλοσυνάτη ματιά, μια ηλιαχτίδα στα κάγκελα κι όλα αλλάζουν · μια ψευδαίσθηση ολιγόλεπτη σαν όαση στη μακρινή στείρα έρημο: τραγούδια σιγοτραγουδισμένα, του ζεϊμπέκικου η απότομη στροφή η μερακλίδικη, σ’ ένα κλωνάρι στιβαρό φυλλοροούν τα ιδιαιτέρως ευφυή και γιομάτα συμβολισμούς της γυναικός τα λόγια, που ακούγονται ηχηρά απ’ των θαμώνων τα χείλη τα διψασμένα, δίπολα λεκτικά αλήθειες σκληρές (λες και τις έγραψαν οι ίδιοι) φανερώνοντας, γεννώντας θρόισμα έντονων συναισθημάτων, δάκρυα προκαλώντας...
Κι ένα «ευλόγησον…» απρόσμενο από κείνους τους απόκληρους θαμώνες κει που συναντώνται απροσδόκητα η θεία κι η ανθρώπινη δικαιοσύνη, κει που εκφράζονται οι επισκέπτες, κει που λυγίζει η αποστασιοποίηση. Και τότε μόνο είναι που η σιδηροδέσμια εγκατάλειψη έχει αποδράσει πια, ένα άνυδρο «αξίζω» τους εκρηκτικά ανθίζει στο κενό της ψυχής του επισκέπτη, τον καθιστά άναυδο εν μέσω επευφημιών αυθόρμητων και έντονων, τον συγκλονίζει, τον συνταράσσει…
Έστω και για στιγμή η αχνή αχτίδα του ήλιου να προβάλλει, τουλάχιστον να κατασπαράξει το «σιγήν ποιεῖσθαι», οξυγόνο ξανά στα πνευμόνια του, ο ουρανός είναι ακόμα εκεί, οι απέναντι είμαστε μεις, ποιοι είμαστε μεις οι αλάθητοι κριτές, τι ευαισθησία, τι δύναμη ψυχής κρύβει η εθελούσια προσφορά, η δεύτερη ως πρώτη ευκαιρία σε ποιους αξίζει να δοθεί, πώς ο δεσμώτης λυτρώνεται, πώς κι αν ποτέ το θύμα δικαιώνεται, πώς κι αν ο του καθήκοντος δεσμοφύλακας δύναται ακόμα να αντέχει… καταιγιστικές σκέψεις μπερδεμένες, σιωπηλά κι ασυνάρτητα λόγια, κουβέντες μισοτελειωμένες, όλα δεμένα σφιχτά με κείνο το πρωτόγνωρο συναίσθημα τον κατακλύζουν στην έξοδο.








.webp)