Την παραίτησή του από τη θέση του Κοσμήτορα της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου υπέβαλε ο Καθηγητής του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών Γιάννης Λεοντάρης, εκφράζοντας δημόσια την έντονη αντίθεσή του στην εφαρμογή του μέτρου των διαγραφών φοιτητών και φοιτητριών από το δημόσιο πανεπιστήμιο.
Η παραίτηση συνοδεύεται από εκτενή δημόσια τοποθέτηση, στην οποία αναλύονται οι παιδαγωγικές, κοινωνικές, θεσμικές και πολιτικές διαστάσεις του ζητήματος, με ιδιαίτερη αναφορά στις επιπτώσεις που ήδη καταγράφονται στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών και ευρύτερα στο δημόσιο πανεπιστήμιο.
Ακολουθεί αυτούσια η δήλωση του απερχόμενου Κοσμήτορα:
«Υπέβαλα την παραίτηση μου από τη θέση του Κοσμήτορα της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, εκφράζοντας την έντονη διαφωνία μου με την αυταρχική επιβολή του επιστημονικά ατεκμηρίωτου, παιδαγωγικά απαράδεκτου και κοινωνικά άδικου μέτρου των διαγραφών φοιτητών και φοιτητριών από το δημόσιο πανεπιστήμιο. Δεν πρόκειται για μία απλή διοικητική ρύθμιση αλλά για μια πολιτική πράξη με ταξικό πρόσημο, βαθιά αντιδημοκρατική, προσβλητική για το δημόσιο πανεπιστήμιο και κατασταλτική για χιλιάδες ανθρώπους που επέλεξαν να σπουδάσουν. Το μέτρο παρουσιάζεται από την κυβέρνηση ως «εκσυγχρονισμός», αλλά λειτουργεί ως στοχοποίηση νέων ανθρώπων προερχόμενων κυρίως από εργατικές και λαϊκές οικογένειες, οποίοι/ες τιμωρούνται ενώ δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να ασκήσουν το δικαίωμα τους στη γνώση. Είναι αδιανόητο ότι πρόσφατα ο αρμόδιος υφυπουργός Παιδείας, δήλωσε ότι με τις διαγραφές «θα καθαρίσουν οι κατάλογοι», λες και οι φοιτητές/τριες είναι στίγματα, λεκέδες που λερώνουν την εικόνα του πανεπιστημίου. Όταν ένας υφυπουργός μιλάει για «καθαρισμό», δεν περιγράφει απλώς μια διαδικασία. Διατυπώνει ένα αξιακό σύστημα: ότι υπάρχουν φοιτητές/τριες επιθυμητοί/ες και φοιτητές/τριες ανεπιθύμητοι/ες. Ότι οι δεύτεροι/ες αποτελούν στίγμα. Ότι η παρουσία τους είναι πρόβλημα που πρέπει να εξαλειφθεί. Μόνο από το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών διεγράφησαν ήδη περισσότεροι/ες από τριακόσιοι φοιτητές/τριες. Πρόκειται για συγκεκριμένες περιπτώσεις ανθρώπων με δυσκολίες, προβλήματα και όνειρα.
Αποτελεί άραγε «στίγμα» ο φοιτητής/τρια του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών που επέλεξε να ολοκληρώσει πρώτα τη φοίτησή του/της σε δραματική σχολή και ενδεχομένως να αποφασίσει μετά από λίγα χρόνια να επιστρέψει στο πανεπιστήμιο; Αυτοί οι φοιτητές/τριες δεν εγκατέλειψαν τις σπουδές τους. Έκαναν μια συνειδητή επιλογή, συναφή με το αντικείμενό του Τμήματος, για να εμπλουτίσουν την πρακτική και καλλιτεχνική τους εμπειρία και στη συνέχεια να ολοκληρώσουν το θεωρητικό σκέλος αποκτώντας πτυχίο στο ΑΕΙ όπου πέτυχαν την εισαγωγή τους. Και τώρα διαγράφονται. Είναι «στίγμα» οι φοιτήτριες και οι φοιτητές που έκαναν οικογένεια, δούλεψαν, πάλεψαν με την καθημερινότητα και μετά από χρόνια θέλησαν να επιστρέψουν για να πάρουν το πτυχίο τους; Τώρα διαγράφονται. Είναι «στίγμα» οι φοιτητές/τριες που εργάστηκαν (συχνά ανασφάλιστοι/ες) για να ζήσουν και δεν διαθέτουν τις βεβαιώσεις απασχόλησης που ζητά ο νέος νόμος για να τους εξαιρέσει από τις διαγραφές; Τώρα διαγράφονται. Αν λοιπόν υπάρχουν «λεκέδες» στο πανεπιστήμιο, δεν είναι οι άνθρωποι που παλεύουν να μορφωθούν. Είναι οι πολιτικές που όχι μόνο δεν τους/τις ενισχύουν όπως οφείλουν, παρέχοντας τους στέγαση, γενναίες επιδοτήσεις ενοικίου, διευκόλυνση στις μετακινήσεις κλπ., αλλά αντίθετα τους/τις στοχοποιούν.
Δεν υπάρχει στατιστικός δείκτης που να δείχνει ότι με τις διαγραφές η αναλογία διδασκόντων / φοιτητών θα βελτιωθεί τόσο ώστε να ανεβάσει την χώρα μας κοντά στον σχετικό ευρωπαϊκό μέσο όρο. Όλοι και όλες γνωρίζουμε ότι αυτό θα συμβεί μόνο με τη γενναία αύξηση των θέσεων του διδακτικού προσωπικού. Όλοι και όλες γνωρίζουμε ότι οι λεγόμενοι «αιώνιοι» φοιτητές/τριες δεν επιβαρύνουν το πανεπιστήμιο: δεν χρησιμοποιούν υποδομές, δεν δεσμεύουν πόρους, δεν εμποδίζουν καμία λειτουργία.
Η μεθόδευση επιβολής των διαγραφών από το υπουργείο, αποτελεί μνημείο αντιδημοκρατικότητας και ακύρωσης του αυτοδιοίκητου του πανεπιστημίου. Ο νόμος δεν επιτρέπει στις Συνελεύσεις Τμημάτων, τον κατεξοχήν δημοκρατικό θεσμό της πανεπιστημιακής αυτοδιοίκησης, να αποφασίσει για ένα τόσο κρίσιμο θέμα. Το υπουργείο ζητά από το διοικητικό προσωπικό, από τους/τις προϊσταμένους των Γραμματειών να εφαρμόσουν τον νόμο μηχανιστικά χωρίς καμία δυνατότητα ακαδημαϊκής παρέμβασης. Αποκλείει δηλαδή την πανεπιστημιακή κοινότητα από τη λήψη μιας κρίσιμης πολιτικής απόφασης. Ήδη το συνδικαλιστικό όργανο των διοικητικών υπαλλήλων των ΑΕΙ έχει αντιδράσει έντονα και με τεκμηριωμένη δημόσια τοποθέτηση και έχει προχωρήσει σε απεργιακές κινητοποιήσεις αρνούμενο να αναλάβει το βάρος της διαγραφής χιλιάδων φοιτητών/τριών.
Ας αναλογιστούμε επίσης ότι η ίδια διάταξη που ρυθμίζει την διαγραφή, προβλέπει κάτι αδιανόητο: την κατοχύρωση των εκπαιδευτικών πιστωτικών μονάδων που έλαβε κατά το διάστημα της φοίτησης του ο υπό διαγραφή φοιτητής/τρια για το ενδεχόμενο επανεγγραφής του σε κάποιο ιδιωτικό ΑΕΙ. Δηλαδή, τα ECTS που κρίνει ο νόμος ανεπαρκή για τον φοιτητή/τρια του δημόσιου πανεπιστημίου και τον/την διαγράφει, δίνονται ως «bonus» για την εγγραφή του/της σε ιδιωτικό πανεπιστήμιο.
Η πρόσβαση στη γνώση είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο δημόσιο αγαθό και τα δημόσια αγαθά δεν έχουν ημερομηνία λήξης. Η πρόσβαση στην εξειδικευμένη γνώση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι δικαίωμα που αποκτήθηκε μετά από εξετάσεις ιδιαίτερα απαιτητικές. Δεν νομιμοποιείται η πολιτεία να λέει σε έναν/μια επιτυχόντα/ούσα πανελλαδικών εξετάσεων: «έχεις δικαίωμα να σπουδάσεις, αλλά μόνο μέσα σε ένα αυθαίρετο χρονικό πλαίσιο που εμείς καθορίζουμε, κι αν δεν τα καταφέρεις, στο αφαιρούμε». Τα συνταγματικά δικαιώματα δεν λήγουν επειδή κάποιος αποφάσισε ότι οι αριθμοί των ενεργών φοιτητών/τριών πρέπει να μειωθούν ή, ακόμη χειρότερα, να κατευθυνθούν σε ιδιωτικά πανεπιστήμια. Αυτό που επί της ουσίας στοχοποιείται είναι η ίδια η ύπαρξη της δωρεάν, δημόσιας πρόσβασης στη γνώση χωρίς φραγμούς. Είναι η ιδέα ότι κάποιος μπορεί να επιστρέψει μετά από χρόνια να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Ότι το πανεπιστήμιο μπορεί να είναι ένας χώρος ανοιχτός και υπάρχει για να ανοίγει δρόμους, όχι για να τους κλείνει.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ο θεσμικός μου ρόλος ως Κοσμήτορα διορισμένου από το Συμβούλιο Διοίκησης του πανεπιστημίου, με φέρνει αντιμέτωπο με ένα σοβαρό ζήτημα συνείδησης. Καλούμαι στο πλαίσιο των καθηκόντων και των θεσμικών υποχρεώσεων μου - και μάλιστα υπό την απειλή κυρώσεων από την πλευρά του ΥΠΑΙΘ - να επιβλέψω και να διευκολύνω την εφαρμογή ενός μέτρου που αντιστρατεύεται τις βαθύτερες ακαδημαϊκές και κοινωνικές μου πεποιθήσεις και, κυρίως, με φέρνει σε ευθεία αντίθεση με τους φοιτητές και τις φοιτήτριες που θεωρώ ότι οφείλω να υπερασπίζομαι. Και αυτό είναι κάτι που αρνούμαι και να πράξω και να αποδεχτώ σιωπώντας».











.webp)