ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ
ΕΙΔΗ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣ
ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΙΑ
ΕΜΠΟΡΙΟ ΦΡΟΥΤΩΝ - ΛΑΧΑΝΙΚΩΝ

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2017

Ψυχοσάββατο: Τι είναι και τι πρέπει να κάνουμε για τους κεκοιμημένους;

ΑΡΓΟΛΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ | 11:18:00 π.μ. |
Ψυχοσάββατο – Τι είναι και τι πρέπει να κάνουμε για τους κεκοιμημένους
 Ψυχοσσάβατο είναι η κοινή ονομασία του Σαββάτου πριν από την Κυριακή των Απόκρεω και του Σαββάτου πριν από την Κυριακή της Πεντηκοστής. Εφέτος, το πρώτο ψυχοσάββατο είναι στις 18 Φεβρουαρίου.

Αν και όλα τα Σάββατα του έτους είναι αφιερωμένα στις ψυχές των χριστιανών, που έχουν αποβιώσει ανά τους αιώνες, με την ελπίδα της ανάστασής τους κατά τη Δευτέρα Παρουσία, σύμφωνα με τις Γραφές, η Εκκλησία τιμά και ειδικά τη μνήμη τους το Ψυχοσάββατο ή αν προτιμάτε τα δύο προαναφερθέντα ψυχοσάββατα. Τα δύο Ψυχοσάββατα τιμώνται από τους πιστούς με μνημόσυνα στις εκκλησίες, τρισάγια στους τάφους των προσφιλών τους προσώπων, μοίρασμα κολλύβων και ελεημοσύνες στους φτωχούς («ψυχικό»), ενώ το έθιμο απαγορεύει την εργασία. 

Το Ψυχοσάββατο πριν από την Κυριακή της Απόκρεω έχει το εξής νόημα : Η επόμενη ημέρα είναι αφιερωμένη στη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, εκείνη τη φοβερή ημέρα κατά την οποία όλοι θα σταθούμε μπροστά στο θρόνο του μεγάλου Κριτή. Για το λόγο αυτό με το Μνημόσυνο των κεκοιμημένων ζητούμε από τον Κύριο να γίνει ίλεως και να δείξει τη συμπάθεια και τη μακροθυμία του, όχι μόνο σε μας αλλά και στους προαπελθόντας αδελφούς, και όλους μαζί να μας κατατάξει μεταξύ των υιών της Επουράνιας Βασιλείας Του.

Το Ψυχοσάββατο της Πεντηκοστής λέγεται και του Ρουσαλιού, επειδή έλκει την καταγωγή του από τη ρωμαϊκή γιορτή των Ρουσαλίων ή Ροζαλίων. Είναι η ημέρα, που σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, οι ψυχές επιστρέφουν στον Κάτω Κόσμο, αφού κατά τη διάρκεια της πασχαλινής περιόδου κυκλοφορούσαν ελεύθερα πάνω στη γη. 

Τη θλίψη των ψυχών, αλλά και των οικείων τους, εκφράζει το δίστιχο:

Όλα τα Σάββατα να παν, να παν και να γυρίσουν
Το Σάββατο του Ρουσαλιού να πάει, να μην γυρίσει.

Κατά τα δύο μεγάλα Ψυχοσάββατα η Εκκλησία μας καλεί σε μία παγκόσμια ανάμνηση «πάντων των απ’ αιώνος κοιμηθέντων ευσεβώς επ’ ελπίδι αναστάσεως ζωής αιωνίου». Μνημονεύει:
* Όλους εκείνους που υπέστησαν «άωρον θάνατον», σε ξένη γη και χώρα, σε στεριά και σε θάλασσα.
* Εκείνους που πέθαναν από λοιμική ασθένεια, σε πολέμους, σε παγετούς, σε σεισμούς και θεομηνίες.
* Όσους κάηκαν ή χάθηκαν.
* Εκείνους που ήταν φτωχοί και άποροι και δεν φρόντισε κανείς να τούς τιμήσει με τις ανάλογες Ακολουθίες και τα Μνημόσυνα.


Το Ψυχοσάββατο
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879)

Εις τον βαρύν τον ίσκιο σου, μαύρο μου κυπαρίσσι,απόψε τα μεσάνυχτα θα νά ’λθει να καθίσει,ένας πατέρας πὄχασεν όμορφη θυγατέρα.Τηνε γυρεύει εδώ κι εκεί, τη νύχτα, την ημέρα,5και δεν τη βρίσκει ο δύστυχος. Όσους ρωτά του λένεπως δεν την είδαν να διαβεί και τον θωρούν και κλαίνε.

Επήγε στην τριανταφυλλιάεψές με το φεγγάρι.Της λέει: —η φιλενάδα σου10μην ήλθ’ εδώ να πάρειτα ρόδα σου να στολισθείστην εκκλησιά να πάει;…Κι εκείνη τ’ απαντάει:

—Κάθε πρωί την έβλεπα15όμορφη σαν εμένα·μου εμέτραε τα ρόδα μου,κι αν έλειπε κανένα,μ’ εμάλωνε και μὄλεγεπως θα με παραιτήσει20και δε θα μ’ αγαπήσει.

Κι ενώ μ’ εμάλων’ έκοβετ’ άνθη μου τα δροσάτακι εστόλιζε τα στήθια τηςτ’ άσπρα τα μυρωδάτα·25εκείνη μὄδιν’ ομορφιά,εγώ την εντροπή μου,λες κι ήταν αδελφή μου.

Πες μου, πατέρα, πες μου το,μην είναι κακιωμένη30και σ’ έστειλε για να μου πειπως τώρα κατεβαίνει;Τρεις μέρες τηνε καρτερώμε το φιλί στο στόμακαι δεν τη βλέπω ακόμα.

35Πάει στο νυχτολούλουδο,το βλέπει μαραμένο:—Γιατί, λουλούδι μου, είσ’ αχνόκαι παραπονεμένο·δεν σὄφερ’ η Μαρία σου40νεράκι από τη βρύσηεψές να σε ποτίσει;…

—Τη νύχτα τα μεσάνυχταεκεί που καρτερούσανά ’λθει η Μαρία να με βρει45κι έστεκα κι αγρυπνούσα,μέσα στο φως του φεγγαριούμου φάνη πως την είδαπὄφευγε σαν αχτίδα.


Κι ενώ κρυφομιλούσανε, ακούστηκε από πέρα50φωνή που μοιρολόγαε κι έλεγε στον πατέρα:

—Την επεράσαν τέσσαροιμες τ’ άνθη ξαπλωμένη·ποιό μάτι δεν την έκλαψεεκείθε που διαβαίνει!55Εμπρός επήγαιν’ ο σταυρόςοπίσω του οι παπάδες,λιβάνια και λαμπάδες.

Την είδα, δύστυχε, κι εγώτην είδα τη Μαρία60δίπλα στο ξυλοκρέβατο.Δεν πας στην εκκλησίανα βρεις το νεκρολίβανο,οπού καπνίζει ακόμαστου τάφου της το χώμα;

65Σύρε, πατέρα, να τη δειςαπόψ’ οι πεθαμένοι,μεγάλη έχουνε γιορτή,και βγαίνουν στολισμένοισαν νιόνυφοι απ’ τα μνήματα70με τ’ άσπρα σάβανά τουςνα φαν τα κόλλυβά τους.

Σαν έλθουν τα μεσάνυχτα,τ’ ορνίθι σαν λαλήσει,σύρε και κλάψε μοναχός75σιμά στο κυπαρίσσι.Σήμερο ψυχοσάββατοθα ’λθει στην αγκαλιά σουνα πάρει τα φιλιά σου.

Επήγε κι εκαρτέρεσε80πίσ’ από τ’ άγιο Βήμα.Ήλθανε τα μεσάνυχτα…Εσείστηκε το μνήμα.Βγαίν’ η Μαρία ολόλευκη,κι εκεί που τον εφίλει85ανάμεσα στα χείλη:

—Πατέρα μου, του λέει, γλυκέ,γιά ιδές πώς είμαι κρύα!Αν είν’ αλήθεια π’ αγαπάςτη μαύρη τη Μαρία,90έλα μ’ εμέ στον τάφο μου,σκιάζομαι το σκοτάδιμονάχη μου στον Άδη.

Το σάβανό μου είναι πλατύ.Γιά ιδές το… μας σκεπάζει…95Έλα να πάμε… κοίταξε,σχεδόν γλυκοχαράζει…Τρέμω… κρυώνω… πάρε με…Είμαι μικρή η καημένηνα μείν’ ορφανεμένη.

100Αγάλια… αγάλια… ακλούθα με·πατέρα, μη βαρέσεις…Είναι τα μνήματ’ ανοιχτά,βάστα με μη μου πέσεις.Θυμάσαι πώς μ’ εχάιδευες105και πώς με τραγουδούσεςόταν μ’ αποκοιμούσες;

Πατέρα μου, πατείς βαριά…Πιάσου απ’ το σάβανό μου…Τραβήξου ολίγο… εσκόνταψες110επάνω στο σταυρό μου…Εφθάσαμε… καρτέρεσενα κατεβώ να στρώσω,σεντόνι να σ’ απλώσω.

Δώσ’ μου το χέρι σου… Έλα δω…115Πατέρα μου, αχνίζεις!…Τα μάτια σου θολώνουνε…Γιατί να με φοβίζεις;Πάμε στο κρεβατάκι μουνα σε γεροκομήσω,120δε θέλω να σ’ αφήσω.

Γιά ιδές κρεβάτι όμορφο!Επήρ’ απ’ τα μαλλιά μουτα ρόδα που μου βάλανεαπ’ την τριανταφυλλιά μου.125Τα μάδησα, τα σκόρπισαεπάνω στο σεντόνι,που είν’ άσπρο σαν το χιόνι.

Πατέρα μου, τί καρτερείς;Τί στέκεσαι στην άκρη;…130Πατέρα μου, δεν μ’ αγαπάς!…Σφόγγισ’ αυτό το δάκρυ…Άλλοι θα κλάψουνε για μας…Κι εμείς δεν τους ακούμε…Έλα να κοιμηθούμε.

135—Κι η μάνα σου, Μαρία μου,κι η μάνα σου η καημένηχωρίς εμέ, χωρίς εσέη δύστυχη πού μένει;…Μην κλαις, παιδί μου… γλήγορα140φεύγει, πετά η ζωή μου…Σύρε με την ευχή μου.

Μαρία μου, ένα φιλί,ένα φιλάκι ακόμα…Μοσχοβολάει, ψυχούλα μου,145τ’ αθώο σου το στόμα…Καρτέρεσε, Μαρία μου,άφες με να χορτάσω,σε λίγο θα σε χάσω.

Κι εκεί οπού την έσφιγγε, κι εκεί που την εφίλει150την έχασ’ απ’ τον κόρφο του, τὄφυγε από τα χείλη.Λαλεί τ’ ορνίθι της αυγής και θαμποφέγγ’ η μέρα,κλάψτε την νια την όμορφη, κλάψτε και τον πατέρα!
ΑΡΓΟΛΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
Ι ΚΤΕΟ ΑΡΓΟΛΙΔΟΣ ΣΑΛΑΠΑΤΑΣ