“Η Δύση κοιτάζει προς τη θάλασσα και η Ανατολή προς το βουνό” Πολ Κλοντέλ
Άρθρο τoυΓιώργου Στάμκου
Από την αυγή της ιστορίας ο Οδυσσέας και ο Αχιλλέας παλεύουν για την ψυχή της Ελλάδας. Ο πολυμήχανος Οδυσσέας εκφράζει το ναυτικό γεωφιλοσοφικό ιδεώδες, ενώ ο ατρόμητος Αχιλλέας το ηπειρωτικό. Το πρώτο αρχέτυπο βρήκε την καλύτερη εφαρμογή του στη δημοκρατική θαλασσοκράτειρα Αθήνα, ενώ το δεύτερο στην ολιγαρχική ηπειρωτική Σπάρτη. Πίσω όμως από αυτήν τη γεωπολιτική και γεωφιλοσοφική σύγκρουση υποβόσκει η αιώνια αντιπαλότητα της ξηράς με τη θάλασσα.
Από την άλλη ο φυσικός κατακερματισμός της ελληνικής χερσονήσου, που περιβάλλεται από χιλιάδες νησιά, οδήγησε από την αρχαιότητα ακόμη στη δημιουργία των πόλεων-κρατών, τα όρια των οποίων συνέπιπταν με τα φυσικά σύνορα, που ήταν πάντοτε κάποιο βουνό ή θάλασσα. Αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής Φύσης προσέφεραν στους κατοίκους της δύο γεωπολιτικές επιλογές. Όσοι ζούσαν στις ακτές μπορούσαν ν’ ανοιχτούν προς το πέλαγος, ν’ αναπτύξουν το ναυτικό, το εμπόριο, και, κατ’ επέκταση, να δημιουργήσουν μια θαλασσοκρατορία. Από την άλλη όμως όσοι ζούσαν σε απομακρυσμένα νησιά, σε ορεινά μέρη κι απομονωμένες κοιλάδες -όλες φύσει οχυρές τοποθεσίες- εύκολα υπέκυπταν στον πειρασμό της απομόνωσης, της εσωστρέφειας, του συντηρητισμού και γενικώς της οικονομικής και κοινωνικής στατικότητας. Η πρώτη επιλογή έγινε από τους Αθηναίους, ενώ η δεύτερη από τους Σπαρτιάτες.
Αθήνα και Σπάρτη, λοιπόν, μια ναυτική και μια ηπειρωτική δύναμη, αποτέλεσαν τα δύο χαρακτηριστικά αντίθετα γεωπολιτικά πρότυπα, που επικράτησαν στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Οι διαφορές τους δεν ήταν τόσο γεωγραφικές, όσο πολιτικές και φιλοσοφικές: η δημοκρατική Αθήνα εξέφραζε το αριστοτελικό όραμα της ανοιχτής, εμπορικής, κοσμοπολίτικης, ναυτικής πόλης, ενώ η ολιγαρχική Σπάρτη πλησίαζε αρκετά στο πλατωνικό όραμα της «Πολιτείας», στην οποία επικρατούσε μια αγοραφοβία, ενώ η απομόνωση από τον έξω κόσμο θεωρούνταν αναγκαία για την προστασία μιας στατικής κοινωνίας από τα «καινά δαιμόνια».
Ως τον 6ο π.Χ. αιώνα η Αθήνα βρισκόταν σε δίλημμα για το αν θα παρέμενε χερσαία δύναμη ή αν θα έπρεπε ν’ ανοιχτεί προς το πέλαγος. Τελικά κατά τον 5ο αι. πήρε την απόφαση να εισέλθει στον «υγρό στίβο» έπειτα από επίμονες πιέσεις της δημοκρατικής παράταξης και ιδιαίτερα του Θεμιστοκλή, που ήταν υπέρμαχος της ναυτικής ισχύος. Ο Θεμιστοκλής διέβλεπε ότι το γεωπολιτικό μέλλον της Αθήνας βρισκόταν στη θάλασσα. Ο ευφυής Αθηναίος πολιτικός υποστήριζε ότι με τη ναυτική ισχύ όχι μόνο θα γινόταν δυνατή η ανάσχεση της προέλασης προς τον κυρίως ελλαδικό χώρο της στρατιάς του Μεγάλου Βασιλιά, ο οποίος εξέφραζε το απόλυτο, δεσποτικό και ηπειρωτικό πνεύμα της Ανατολής, αλλά και θα γινόταν εφικτό να συσπειρωθεί το αρχιπέλαγος γύρω από την Αθήνα, με δυο λόγια να περιέλθει το Αιγαίο κάτω από το γεωπολιτικό έλεγχο της Αθήνας. Η ιστορία τον δικαίωσε κι έτσι η Αθήνα μεταβλήθηκε σε ναυτική «αυτοκρατορία» του αρχαιοελληνικού κόσμου.
Ο εμφύλιος πόλεμος που αιματοκύλισε για πάνω από 30 χρόνια τον ελληνικό κόσμο της αρχαιότητας οφείλεται στις γεωπολιτικές και γεωφιλοσοφικές διαφορές της Αθήνας με τη Σπάρτη. Βασική αιτία ήταν η άνοδος της αθηναϊκής ισχύος και η ζηλοφθονία που αυτή προκαλούσε προς όλες σχεδόν τις κατευθύνσεις. Κατά μια έννοια η ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου, όπως καταγράφηκε από τον Θουκυδίδη, αποτελεί μια ιστορική και φιλοσοφική ανάλυση πάνω στο «πρόβλημα της ισχύος». Το πρόβλημα της Αθήνας ήταν ότι, ως ναυτική δύναμη, είχε πολλαπλάσια ισχύ απ’ ό,τι μια συνηθισμένη ελληνική πόλη-κράτος. Ως γνωστόν το ισχυρό ναυτικό αποτελεί έναν κατεξοχήν πολλαπλασιαστή ισχύος. Η υπερβολική ισχύς της δημιούργησε μοιραία συσπειρώσεις εναντίον της. Η Σπάρτη το μόνο που έκανε ήταν να ηγηθεί της προσπάθειας ν’ απαλλαγεί ο αιγαιακός κόσμος από την ηγεμονία και την οικονομική εκμετάλλευση της Αθήνας.
Η Αθήνα μπήκε στον πόλεμο με πολύ μεγάλες πιθανότητες να βγει νικήτρια και πιο ισχυρή. Τελικά έχασε όχι επειδή νίκησε η Σπάρτη, αλλά επειδή η ίδια έκανε μια σειρά από τραγικά λάθη (Σικελική Εκστρατεία κ.ά.), που σπατάλησαν άσκοπα πολύτιμες δυνάμεις και πόρους κι άφησαν μια σειρά από «παράθυρα ευκαιρίας» τα οποία η Σπάρτη αργά ή γρήγορα εκμεταλλεύτηκε. Συνέβη δηλαδή αυτό ακριβώς που απευχόταν ο Περικλής: «Περισσότερο φοβούμαι τα δικά μας σφάλματα παρά τα σχέδια του εχθρού».
Μετά την ήττα της Αθήνας η Σπάρτη επέβαλλε προσωρινά την ηγεμονία της στην Ελλάδα, προσπαθώντας να εξαγάγει το δικό της πολιτικό και γεωφιλοσοφικό πρότυπο, που ήταν όμως από κάθε άποψη αντιπαθητικό και αταίριαστο σε πόλεις-κράτη με ναυτικό προσανατολισμό, όπως ήταν τότε και οι περισσότερες πόλεις στην Ελλάδα. Προσπάθησε ακόμη και να ξεριζώσει τη δημοκρατία από την κοιτίδα της, την Αθήνα, επιβάλλοντας το δικό της πολιτικό σύστημα και τη δική της φιλοσοφική σκέψη. Ο φιλόσοφος Μπέρναρντ Ράσελ έγραψε ειδικά γι’ αυτό: «Ο πόλεμος εκείνος ήταν η συμπύκνωση του ανταγωνισμού που συγκλόνιζε τον ελληνικό κόσμο. Η Σπάρτη υποστήριζε την ολιγαρχία. Το ίδιο και ο Πλάτων με τους φίλους του, που ήταν οι Κουίνσλινγκ της εποχής τους. Η προδοσία λέγεται ότι συνέβαλλε στην ήττα της Αθήνας… Ο Πλάτων δεν ήταν παρά ένας αντιδραστικός». Αντιδραστικός ή όχι ο Πλάτων ήταν σίγουρα συναισθηματικός, όπως και το πρότυπό του, ο Αχιλλέας. Αντίθετα ο άλλος μεγάλος φιλόσοφος της αρχαιότητας, ο Αριστοτέλης, ήταν σαφέστατα πιο ορθολογιστής, όπως και ο Οδυσσέας.
Αχιλλέας και Οδυσσέας λοιπόν υπήρξαν τα δύο βασικά αρχέτυπα του αρχαιοελληνικού κόσμου. Ο Οδυσσέας εκφράζει τη ναυτική «ιδεολογία», ενώ ο Αχιλλέας την ηπειρωτική. Ο ένας εκφράζει την ευφυΐα, ενώ ο άλλος την ανδρεία. Ο πολυμήχανος Οδυσσέας είναι ναυτικός, έμπορος και πιο «δημοκρατικός», συνεπώς κοντά στο πρότυπο της Αθήνας, ενώ ο αριστοκράτης Αχιλλέας εκφράζει κατά κύριο λόγο το στρατοκρατικό πνεύμα της Σπάρτης. Ο Οδυσσέας είναι πιο ορθολογιστής, ενώ ο Αχιλλέας πιο συναισθηματικός, εφόσον η αντιζηλία του με τον Αγαμέμνονα ήταν αρκετή για να στοιχίσει τη ζωή σε χιλιάδες Έλληνες κατά την πολιορκία της Τροίας. Αυτά τα αρχέτυπα αποτελούν και τις «δύο ψυχές της Ελλάδας». Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά και ο Έλληνας καθηγητής και γεωπολιτικός Ι. Λουκάς στο έργο του Αιγαίο Πέλαγος: «Ενώ ο Αχιλλέας δεν εξυμνείται από το ομηρικό έπος παρά για τις σωματικές και τις ψυχικές του ικανότητες, που περιλαμβάνουν και την ανδρεία η οποία συχνά λειτουργεί αντιστρόφως ανάλογα όχι μόνον από την αρετή της σοφίας αλλά και με την απλή λογική, ο Οδυσσέας είναι κάτι περισσότερο από απλός προστατευόμενος της θεάς της σοφίας, Αθηνάς. Μοιράζεται μαζί της την εγκεφαλική εκείνη ιδιότητα που οι αρχαίοι Έλληνες πρώτοι κατανόησαν τη σημασία της στη διαμόρφωση του πολιτισμού, αποδίδοντάς την πρώτα απ’ όλα στον ίδιο τον πατέρα των θεών Δία: τη ’‘μήτιδα’’ ιδιότητα ταυτόσημη με την ’‘πανουργία’’, την ’‘απάτη’’ και το ’‘δόλο’’, με την αρχαία έννοια των όρων, και που στη νέα Ελληνική θα μπορούσε να αποδοθεί ως ’‘ευφυΐα’’».
Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, συντηρητική, γεμάτη προνόμια και παραδοσιακά αντιλατινική, ως υπεύθυνη του ρουμ μιλιέτ ήταν κατά κάποιο τρόπο «συνδιαχειριστής» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και γι’ αυτό είχε κάθε συμφέρον από τη σταθερότητά της. Έτσι εξηγούνται και οι «πατρικές συμβουλές» του Πατριάρχη Γρηγορίου που το 1798 εξηγούσε στους πιστούς του: «ο σουλτάνος είναι, μετά το Θεό, ο αφέντης των Χριστιανών, ο θεματοφύλακας των αγαθών τους και ο φύλακας-άγγελος της ζωής τους» και ότι «αυτοί που μιλούσαν για το όνειρο της ελευθερίας, ενεργούσαν ενάντια στις Άγιες Γραφές και ήταν όργανα του Διαβόλου»!
Η διαμάχη ανάμεσα στα «γεωφιλοσοφικά στρατόπεδα», που εκπροσωπούνταν από τη ναυτική (φιλοαγγλική και φιλογαλλική) και την ηπειρωτική (φιλορωσική και φιλογερμανική) ελίτ, συνεχίστηκε με τη σύγκρουση Βενιζέλου (Φιλελεύθεροι) με το βασιλιά Κωνσταντίνο (Συντηρητικοί), η οποία κι οδήγησε στον καταστροφικό εθνικό διχασμό (1916), το βασικότερο παράγοντα ανάσχεσης και παλινδρόμησης του Ελληνισμού στη διάρκεια του 20ού αιώνα. Τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα: ο Βενιζέλος εξέφραζε το ναυτικό ιδεώδες και τη σύμπλευση με τα συμφέροντα της Αγγλίας. Ήταν ένθερμος οπαδός του προτύπου της Αθηναϊκής Δημοκρατίας και βρισκόταν κοντά στο αρχέτυπο του Οδυσσέα. Αντίθετα ο βασιλιάς Κωνσταντίνος εξέφραζε τον ηπειρωτικό ολοκληρωτισμό, τα γεωπολιτικά συμφέροντα της Γερμανίας του Κάιζερ, και κατ’ επέκταση το αριστοκρατικό πολίτευμα της Σπάρτης και το «στρατοκρατικό» αρχέτυπο του Αχιλλέα. Ενώ ο Βενιζέλος υποστήριζε τη θάλασσα, ο Κωνσταντίνος ήταν ταγμένος στο «στρατόπεδο της ξηράς».
Η σύγκρουση των δύο γεωφιλοσοφικά «συγγενικών» ολοκληρωτικών ιδεολογιών οφειλόταν στη λανθασμένη στρατηγική κίνηση του Χίτλερ, που οφείλονταν στην άκρατη ιδεολοληψία του περί «ανωτερότητας της γερμανικής φυλής», να έρθει σε πόλεμο με την ΕΣΣΔ, τον τεράστιο ηπειρωτικό κι ολοκληρωτικό γίγαντα, που κατείχε την «κεντροχώρα» (Heartland). Η ρήξη Χίτλερ-Στάλιν παρέσυρε και τους Έλληνες Κομουνιστές ενάντια στους Φασίστες, ενώ θα ήταν πιο λογικό και οι δύο γεωφιλοσοφικοί συγγενείς να πολεμούν τις δυνάμεις της φιλελεύθερης ναυτικής Δύσης, πράγμα που ίσως άλλαζε το ρου της ιστορίας.
Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έχουμε στην Ελλάδα την έναρξη μιας αιματηρής εμφύλιας σύγκρουσης ανάμεσα στους (Ρουμ) Κομουνιστές και στους «δημοκρατικούς» –στο πλευρό τους εντάχθηκαν και οι ταγματασφαλίτες για να εξιλεωθούν δήθεν από την αμαρτωλή πρόσδεση τους στη ναζιστική ιδεολογία–, που υποστηρίζονταν από τη Δύση. Για μια ακόμη φορά στην ιστορία μας οι οπαδοί μιας «ηπειρωτικής ιδεολογίας» συγκρούονταν με τους οπαδούς της «ναυτικής ιδεολογίας», δηλαδή το βουνό πολεμούσε ξανά τη θάλασσα. Οι ελπίδες να επικρατήσει το ηπειρωτικό γεωφιλοσοφικό μπλοκ ήταν ελάχιστες μιας και η Ελλάδα είναι εξαιρετικά ευάλωτη από τη θάλασσα, μια πραγματικότητα που γνώριζε και ο ίδιος ο Στάλιν και γι’ αυτό αποποιήθηκε κάθε βοήθεια προς στους Έλληνες Κομουνιστές. Χωρίς εξωτερική βοήθεια ο αγώνας των Ελλήνων «ηπειρωτιστών» ήταν καταδικασμένος. Η ζημιά όμως είχε γίνει στο σώμα του Ελληνισμού και χρειάστηκαν δεκαετίες για να επουλωθούν τα τραύματα του Εμφύλιου.
Την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου (1947-1991) η Ελλάδα προσδέθηκε στενά στο γεωπολιτικό και γεωφιλοσοφικό στρατόπεδο των ναυτικών δυνάμεων της Δύσης, γεγονός που επισφραγίστηκε με την εισδοχή της χώρας στο ΝΑΤΟ (1952) και στην ΕΟΚ (1981). Αν και η κυρίαρχη πολιτική ηγεσία ήταν η Δεξιά συντηρητική πτέρυγα, που είχε έντονες ηπειρωτικές γεωφιλοσοφικές καταβολές εξαιτίας της προέλευσής της από τους συντηρητικούς προύχοντες και τους κοτζαμπάσηδες της ηπειρωτικής Ελλάδας, οι οποίοι και συγκρότησαν το καθαρά πελατειακό αντιβενιζελικό στρατόπεδο, επικράτησε εντούτοις η λογική του «ανήκομεν εις την Δύσιν», μόνο και μόνο επειδή ο αντίπαλος ήταν ένα ηπειρωτικό γεωφιλοσοφικό «ανατολικό μπλοκ» (Σύμφωνο της Βαρσοβίας). Για να εξασφαλιστεί δηλαδή η γεωπολιτική πρόσδεση της χώρας στη Δύση χρησιμοποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό ηπειρωτικά γεωφιλοσοφικά στοιχεία (συντηρητική Δεξιά) αντί της φιλελεύθερης Δεξιάς, του κέντρου και της κεντροαριστεράς, χώροι που αντλούν ιδεολογικά επιχειρήματα από το ναυτικό γεωφιλοσοφικό «οπλοστάσιο» και ρέπουν προς την ανεκτική δημοκρατία.
Επίσης, η δωρεά των 100 Λίμπερτι από τις ΗΠΑ στους Έλληνες εφοπλιστές είχε ως αποτέλεσμα την ανάκαμψη του ελληνόκτητου εμπορικού ναυτικού και της εφοπλιστικής τάξης, τα συμφέροντα της οποίας συνέπιπταν πάντοτε μ’ εκείνα των ναυτικών δυνάμεων της Δύσης (είναι τυχαίο άραγε που το κέντρο του ελληνικού εφοπλιστικού κεφαλαίου δεν είναι ο Πειραιάς αλλά το Λονδίνο;) Το ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο, που αν δεν επεκτείνεται μαραζώνει, ξεπέρασε στα στενά όρια του ελλαδικού κράτους και με τις λεγόμενες «σημαίες ευκαιρίες» ανοίχτηκε και κυριάρχησε σ’ όλες τις θάλασσες του κόσμου. Οι Έλληνες εφοπλιστές, η οικονομική πτέρυγα του «ναυτικού μπλοκ», ήταν οι πρώτοι που συνειδητοποίησαν ότι η Γη είχε μετατραπεί σε «Παγκόσμιο Χωριό»…
Σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο η άνοδος του αντιαμερικανισμού, που οφειλόταν στην υποστήριξη των ΗΠΑ στη Χούντα και στη μη παρέμβασή τους κατά την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο το 1974, εισπράχτηκε ως ενίσχυση του ηπειρωτικού γεωφιλοσοφικού μπλοκ μέσω της πολιτικής ανέλιξης του «ριζοσπαστικού» ΠΑΣΟΚ της περιόδου 1974-1985. Το ΠΑΣΟΚ εκείνης της περιόδου εξέφραζε ιδεολογικά έναν αντιδυτικισμό, που θύμιζε την ανάλογη απέχθεια προς τη «ναυτική Δύση» που έτρεφαν παλαιότερα οι οπαδοί των ηπειρωτικών γεωφιλοσοφικών μπλοκ. Βέβαια τα πράγματα στους κόλπους αυτού του κινήματος δεν ήταν ασπρόμαυρα. Η πλειοψηφία των υποστηρικτών του ΠΑΣΟΚ, κυρίως όσοι προέρχονταν από την Κρήτη, το αρχιπέλαγος και τη Θεσσαλονίκη, και ιδιαίτερα από τους Μικρασιάτες πρόσφυγες, κατάγονταν ιδεολογικά από τον αρχέγονο φιλελεύθερο πυρήνα των Βενιζελικών, που υποστήριζε το ναυτικό ιδεώδες κι έρεπε προς τη δημοκρατία δυτικού τύπου. Επίσης στους κόλπους του ΠΑΣΟΚ υπήρχαν κατάλοιπα των Ρωμιών Αριστερών, που κατάγονταν από τα λαϊκά στρώματα του οικουμενικού Ελληνισμού, παραδοσιακά ρωσόφιλα κι εχθρικά προς την ντόπια αστική τάξη, που εκλαμβάνονταν ως το ιμπεριαλιστικό «μακρύ χέρι» της Δύσης.
Από την πρώτη και πλειοψηφική πτέρυγα του ΠΑΣΟΚ ξεπήδησε η μερίδα των εκσυγχρονιστών, που υποστήριξε το ιδεώδες της σύγχρονης και ανοικτής δημοκρατικής κοινωνίας κι αντιλαμβάνεται τον ηγέτη ως «καπετάνιο» κι όχι ως «στρατηγό», κοντολογίς ανήκει στο ναυτικό γεωφιλοσοφικό μπλοκ. Από τη συντηρητική πτέρυγα του ΠΑΣΟΚ ξεπήδησε όμως ο αντιδυτικός νεορθόδοξος εθνικισμός με κύριο εκφραστή της τον Ρωμιό Στέλιο Παπαθεμελή, που αργότερα προσδέθηκε στη Δεξιά και δημιούργησε ένα νέο μικρό πολιτικό κόμμα με έντονες εθνικιστικές τάσεις.
Σε γενικές όμως γραμμές αυτό το μαζικό πολιτικό κίνημα (ΠΑΣΟΚ), όπως και το αντίστοιχο της Νέας Δημοκρατίας έχει τη φιλελεύθερη και τη συντηρητική του πτέρυγα, εκφράζει και τις δύο γεωφιλοσοφικές και γεωπολιτικές τάσεις, οι οποίες και ενυπάρχουν στους κόλπους ολόκληρης της ελληνικής κοινωνίας εξακολουθώντας να τη διχάζουν. Η Νέα Δημοκρατία, η οποία επανήλθε δυναμικά στην εξουσία το 2004, εκφράζει περισσότερο το ηπειρωτικό γεωφιλοσοφικό ιδεώδες παρά το ναυτικό.
Η ηπειρωτική γεωπολιτική κατεύθυνση θέλει επέκταση της οικονομικής (και όχι μόνον) επιρροής προς τη βαλκανική ενδοχώρα και γεωπολιτική ανάσχεση της Τουρκίας, ενώ η ναυτική γεωπολιτική κατεύθυνση βλέπει περισσότερο προς το Αιγαίο και τη Μεσόγειο κι επιθυμεί άμβλυνση των σχέσεων με την Τουρκία με στόχο την ενοποίηση, οικονομικά σε πρώτη φάση, του Αιγαίου μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ηπειρωτικό γεωφιλοσοφικό μπλοκ της Ελλάδας, που εκφράζεται κυρίως από τη Δεξιά αλλά κι από ορισμένα τμήματα της κομμουνιστικής Αριστεράς (π.χ. από «κόκκινούς εθνικιστές», όπως η Λιάνα Κανέλη και ο Κώστας Ζουράρις), υποστηρίζει την «αξία» της παράδοσης, την Ορθοδοξία και βλέπει με συμπάθεια τους ομόδοξους και ηπειρωτικούς «αδελφούς» Σέρβους και Ρώσους, ενώ αντιτίθεται στη Νέα Παγκόσμια Τάξη και στον φιλελευθερισμό που προσπαθεί να επιβάλλει η ναυτική Δύση. Το ναυτικό γεωφιλοσοφικό μπλοκ υποστήριξε την ένταξη της χώρας στο σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη διαδικασία του εκσυγχρονισμού, που αυτή συνεπάγεται. Η ναυτική «παράταξη» βλέπει την Ελλάδα ως εφαλτήριο για άνοιγμα προς τον κόσμο, ενώ η ηπειρωτική ως ένα «κάστρο» που πρέπει να προστατευτεί πάση θυσία. Η μια δε φοβάται την παγκοσμιοποίηση, ενώ η άλλη τείνει να τη δαιμονοποιεί…
Έχουν περάσει περισσότερα από 3.000 χρόνια από τότε που ο Όμηρος έπλασε τις μυθολογικές μορφές του Αχιλλέα και του Οδυσσέα, προσωποποιώντας τις δύο ψυχές της Ελλάδας και ο γεωφιλοσοφικός διχασμός παραμένει. Υπό κανονικές συνθήκες το ναυτικό γεωφιλοσοφικό ιδεώδες θα είχε επικρατήσει, εφόσον η Ελλάδα έχει εδώ και δεκαετίες ξεκάθαρο Δυτικό γεωπολιτικό προσανατολισμό, ωστόσο όμως ο υπερσυγκεντρωτισμός του αθηνοκεντρικού ελλαδικού κράτους, η υπερβολική αστικοποίηση αλλά και η νεοσυντηρητική «επανάσταση» της δεκαετίας του 1990, ενίσχυσαν ως ένα βαθμό το ηπειρωτικό γεωφιλοσοφικό ιδεώδες, επειδή παράλληλα αποδυναμώθηκε η αρχιπελαγική φύση των ελληνικών κοινοτήτων και η εμπιστοσύνη των Ελλήνων στις δυνατότητες τους. Στο βαθμό που ο εκσυγχρονισμός και η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση θα ενισχύσει την αποκέντρωση και την αρχιπελαγική φύση της Ελλάδας, θα έχουμε και την επικράτηση του ναυτικού γεωφιλοσοφικού ιδεώδους, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει και την εξαφάνιση της ηπειρωτικής γεωφιλοσοφίας. Ο Οδυσσέας και ο Αχιλλέας θα συνεχίσουν να υπάρχουν, ν’ αλληλεπιδρούν και να αγωνίζονται για την ψυχή του Έλληνα.
Πηγή:
Γιώργος Στάμκος, Γεωπολιτική του Αρχιπελάγους: Ελληνική Γεωφιλοσοφία
και οι Προκλήσεις της Παγκοσμιοποίησης, α’ έκδοση 2001, γ’ έκδοση
(ανανεωμένη) 2008, εκδόσεις Άγνωστο.















