ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ
ΕΙΔΗ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣ
ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΙΑ
ΕΜΠΟΡΙΟ ΦΡΟΥΤΩΝ - ΛΑΧΑΝΙΚΩΝ

Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2014

Το 1821 κάτω από τη... φουστανέλλα

ΑΡΓΟΛΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ | 10:03:00 π.μ. |
 Η στρατιωτική, πολιτική και κοινωνική πλευρά των εθνικών μας αγώνων ήταν που συγκέντρωσαν -και δικαιολογημένα άλλωστε- την προσοχή των ιστορικών μας. Και απ' αυτόν τον κανόνα δεν ξέφυγε και η έρευνα η σχετική με τα όσα συνέβησαν πριν από, κατά τη διάρκεια και μετά την επανάσταση του 1821. Και η δραστηριότητα των επώνυμων που συμμετείχαν στους αγώνες αυτούς ερευνήθηκε πάντα σε συνάρτηση με τα κεντρικά γεγονότα της εποχής. Όμως υπάρχει και μια άλλη πλευρά. Αυτή που αφορά τον τρόπο ζωής την εποχή αυτή. Και τα όσα γράφτηκαν γι' αυτήν ακριβώς την πλευρά είναι λίγα. Ακόμα λιγότερα είναι όμως αυτά που γράφτηκαν για την ερωτική ζωή των Ελλήνων της περιόδου που προαναφέρθηκε.

Η πουριτανική νοοτροπία που κυριαρχούσε κατά την πρώτη μεταπελευθερωτική περίοδο, στιγμάτιζε την απασχόληση της «επίσημης» ιστοριογραφίας με τέτοια θέματα, ως «στερούμενη σοβαρότητος και ευπρεπείας». Και όταν ακόμα είδαν το φως της δημοσιότητας σχετικές ιστορικές εργασίες, ήταν αυτή η διάχυτη νοοτροπία που αποθάρρυνε τους ιστοριογράφους να συνεχίσουν. Υπήρχε η γενική πεποίθηση ότι οι δημοσιεύσεις οι σχετικές με την ερωτική ζωή, προσέβαλε τα «χρηστά ήθη». Και αυτή η νοοτροπία αλίμονο, δεν έχει εξαλειφθεί ολότελα και σήμερα. Παρ' όλα αυτά οι έρωτες, τα σκάνδαλα, η σεξουαλική ζωή των πρωταγωνιστών ή των πιο «παρακατιανών» των εθνικών μας αγώνων, απασχόλησαν τη λαϊκή μούσα της εποχής. Αλλά ιστοριογράφοι της εποχής διέσωσαν και γραπτά πλήθος σχετικών περιστατικών που προσφέρουν άφθονο υλικό -από πρώτο χέρι- για την εξέταση της ερωτικής ζωής κατά την περίοδο αυτή. Είναι λίγο-πολύ γνωστό και από την ιστορική έρευνα αλλά και από τη λαϊκή παράδοση το ασκητικό πνεύμα που επικρατούσε μεταξύ των κλεφταρματολών. Η λαϊκή δοξασία ήταν σαφέστατη: τον πολεμιστή που θα «μαγαριστεί» (δηλαδή που θα συνευρεθεί ερωτικά) θα τον «φάει μαύρο βόλι». Η δοξασία αυτή μεταφέρθηκε από γενιά σε γενιά. Και την σέβονταν τόσο οι ληστές -οι «βασιλείς των ορέων»-» του ελεύθερου ελληνικού βασιλείου, όσο και οι πολεμιστές των εθνικών αγώνων, που ακολούθησαν. Το ίδιο συνέβηκε και με τους αντάρτες των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων. Θα μείνει μάλιστα παροιμιώδης η ρήση του αρχικαπετάνιου του ΕΛΑΣ, Άρη Βελουχιώτη, προς τους συμπολεμιστές του: «Πάρτε το απόφαση! Θα την έχετε μόνο για να κατουράτε!» Και φυσικά η προτροπή αυτή δεν ήταν μόνο λεκτική. Πολλές φορές οι συνέπειες για τον παραβάτη της ήταν σκληρές. Απόρροια της ίδιας νοοτροπίας ήταν ο απόλυτος σεβασμός, που χαρακτήριζε τους παλιούς «κλαρίτες», προς τις γυναίκες και ιδιαίτερα προς την αιχμαλωτισμένη. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση κλεφτοκαπετάνιου που σφάχτηκε από τα παλικάρια του, επειδή «δε σεβάστηκε την τιμή» μιας αιχμάλωτης. Κάθε κανόνας όμως έχει και την εξαίρεση του. Και η εξαίρεση αυτή προσωποποιείται στον περίφημο πρωτοκλέφτη του Μωριά καπετάν-Ζαχαριά Μπαρπιτσιώτη (1760-1805):

Τόχε ο Ζαχαριάς ζακόνι*
άσπρα πόδια να σηκώνει
(*έθιμο, συνήθειο)

«Πρώτος στην ομορφιά και πρώτος στην παλικαριά» (όπως τον χαρακτηρίζει ένας βιογράφος του, ο Γιάννης Μπενέκος, που στηρίχθηκε κυρίως στη λαϊκή παράδοση) ο Ζαχαριάς πέρα από την πλούσια δράση του στάθηκε και μεγάλος εραστής. Και το γεγονός βέβαια δεν «ξέφυγε» από τη λαϊκή μούσα:

Ανάθεμα σε Ζαχαριά
με το ζακόνι πόχεις,
κάθε βδομάδα πόλεμο,
κάθε μήνα γυναίκα
και μήνα παίρνεις βλάχισσες
και μήνα βλαχοπούλες.
Μόν' παίρνεις τις Μανιάτισσες,
τις καπετανοπούλες.

Ορισμένες φορές βέβαια, η προσωπική γοητεία του Ζαχαριά δεν έφτανε. Και τότε «καταχτούσε» τις γυναίκες με το σπαθί του. Είναι χαρακτηριστικοί οι στίχοι που αναφέρονται σε μια τρομερή εκδίκηση του σ' έναν παπά που, πριν γίνει ονομαστός καπετάνιος, του είχε αρνηθεί την κόρη του για γυναίκα:

Τί τούκανα του κερατά
και κλαίγετ' από μένα;
Μήνα τα βόδια τού ‘σφαξα,
μήνα τα πρόβατα του;
Τη μια του νύφη φίλησα,
τις δυο του θυγατέρες,
τόνα παιδί του σκότωσα,
τ' άλλο το πήρα σκλάβο.

'Ομως, οι γυναίκες που τόσο γέμιζαν τη ζωή του Ζαχαριά έγιναν και η αφορμή για το χαμό του. Ήταν γύρω στα 1805, όταν η πανέμορφη Ειρήνη, εγγονή του Μανιάτη γεροκαπετάνιου Παναγιώτη Μούρτζινου (γιου του παλιού ηγεμόνα της Μάνης Μιχάλμπεη Τρουπάκη) αγάπησε το Ζαχαριά. Παράτησε την οικογένεια της και πήγε κοντά του. Ο Μούρτζινος έστειλε γράμμα στο Ζαχαριά ζητώντας την εγγονή του. Η απάντηση ήταν γραπτή και υβριστική. Βαριά προσβεβλημένος ο γερο-Μανιάτης ορκίστηκε εκδίκηση. Συνεννοήθηκε με τον Κουκέα, έναν άλλο. Μανιάτη, που ήταν κουμπάρος του Ζαχαριά. Αυτός είχε μια αδελφή που ήταν ερωμένη του «άτακτου» καπετάνιου. Τον κάλεσε λοιπόν στον πύργο του στην Ανδρούβιστα για δείπνο. Ο Ζαχαριάς δέχτηκε μετά χαράς. Και την ώρα που γλεντούσαν τρεις έμπιστοι του οικοδεσπότη, που ήταν κρυμμένοι, του έριξαν και τον σκότωσαν. Να και το σχετικό μανιάτικο μοιρολόι:

Το Ζαχαριά σκοτώσανε στον πύργο του Κουκέα. / Σαν τ' άκουσαν οι σύντροφοι, έπεσαν να πεθάνουν. / Και μια μικρή, μια λυγερή, μια πρώτη του ξαδέρφη, / στο σταυροδρόμι κάθεται και κάμπους αγναντεύει / - Μην είδατε διαβάτες μου τον πρώτο μπουλουκτσή σας; / - Τι μας ρωτάς κοπέλα μου, τι θέλεις να σου πούμε; / Δέκα ντουφέκια τούριξαν με ασημένια βόλια. / Εκεί ν' ακούσεις κλάιματα, δάκρυα και μοιρολόγια / πώς κλαίνε οι Μανιάτισσες τον πρώτο καπετάνιο.

Εξαίρεση λοιπόν η περίπτωση του Ζαχαριά. Δεν ήταν όμως και η μοναδική. Όταν τα ντουφέκια του μεγάλου ξεσηκωμού θα βροντήσουν για τα καλά, θα σπεύσουν κοντά στους επαναστατημένους Έλληνες και εθελοντές, όχι μόνο από την Ευρώπη και την Αμερική αλλά και από τα Βαλκάνια. Ένας από τους Βαλκάνιους Φιλέλληνες ήταν και ο Βάσος ο Μαυροβουνιώτης που αναδείχτηκε σ' έναν από τους στρατηγούς της Επανάστασης. Θεόρατος στο ανάστημα, με έντονη αρρενωπή ομορφιά και εκρηκτικό ερωτικό ταπεραμέντο. Έφυγε από τη γενέτειρα του, το Μπελοπάβλιτς, επειδή σκότωσε έναν Τούρκο και, μέσω Μικρασίας, κατέληξε στην Κύμη της Εύβοιας. 'Οταν κηρύχτηκε η επανάσταση, μαζί με τ' αδέλφια του κατατάχτηκε στο πολεμικό σώμα του Κριεζιώτη. Γρήγορα η παλικαριά του τον ανέδειξε σε καπετάνιο.. Αλλά ας αφήσουμε την πολεμική του δράση για την «επίσημη» ιστορία και ας δούμε μερικές άλλες πλευρές της ζωής του. Να τι γράφει γι’ αυτόν στην «Ιστορία των Αθηνών» ο Διονύσιος Σουρμελής. «Ζών δέ άσέμνως... επιπίπτει εις γάμον έν χωρίω Κριεζιά καί άρπάσας τήν νύμφην τήν έφθειρεν. Μαθών δέ τούτο ό όπλαρχών τού τόπου Ν. Κριεζιώτης, συλλαμβάνει τόν Βάσο κι άφού τόν έδειρε κριεζιώτικα, τόν έπεμψε δέσμιον προς τον φρούραρχον 'Αθηνών Γκούραν κατά τό εαρ τού 1823. Κρατήσας δέ αυτόν ό Γκούρας έν φυλακή τού φρουρίου μίαν έβδομάδαν, τόν απέλυσε παρακλήσει τινών αξιωματικών της φρουράς του. 'Αλλ' άπολύων είπεν αύτού ταύτα: «Πρόσεχε καλά μή καί δευτέραν φοράν πράξης τοιούτον αισχρόν 'έγκλημα, διότι αν καί άλλην μίαν φοράν, σέ στείλουν εις χείρας μου δι’όμοιον έγκλημα, θέλω σου κόψω την κεφαλήν». Αργότερα ο Κριεζιώτης τον συγχώρεσε και έγιναν αχώριστοι μέχρι το τέλος της Επανάστασης. Μαζί του άλλωστε έλαβε μέρος, στα 1826 στην περίφημη εκστρατεία που έγινε στη Βυρηττό (κατ' άλλους για αντιπερισπασμό, κατ' άλλους για πλιάτσικο), με την οποία εκστρατεία συνδέεται ακόμα μια ερωτική ιστορία του αδιόρθωτου Βάσου, αρκετά κωμικοτραγική. Ας αφήσουμε όμως να μας τα πει ο Γιάννης Βλαχογιάννης στην «Ιστορική Ανθολογία» του όπως την έμαθε από προφορική παράδοση. «Η παράτολμη εκστρατεία για της Συρίας τ' ακρογιάλια, που μυστικά είχε ετοιμαστεί χωρίς την άδεια της Κυβέρνησης και είχε σκοπό το διαγούμισμα (την αρπαγή) των άτακτων, μα ίσως και κάποιον πολιτικό σκοπό, κινήθηκε Μάρτη του 1826 και τα δέκα σπετσιώτικα καράβια με τους απόκοτους ταξιδευτάδες, μ' αρχηγό το Χατζημιχάλη, πρώτο άραγμα κάμανε στην Τζια για να πάρουν από 'κεί τον Βάσο, τον Κριεζώτη και άλλους άταχτους. Οι καπεταναίοι φιλοξενηθήκανε σ'ενός άρχοντα τον πύργο του Π.Χ.Γ. Πάγκαλου με την πάρα πολύ όμορφη και πολύ νιά αρχόντισσα του. Δεν ξέρουμε πόσο μείνανε στην Τζια οι μακρυνοί κατακτητές, μα το πρώτο τους και το πιο εύκολο και πιο ακριβό πλιάτσικο (λάφυρο) ήταν η ίδια του άρχοντα η γυναίκα».
Η νίκη της Αράχωβας. Πρόκειται για ανατύπωση λιθογραφίας του Von Hess με θέμα την νίκη των Ελλήναν στην Αράχωβα στις 24 Νοεμβρίου 1826 υπό την αρχηγία του Γ. Καραϊσκάκη. Ο γερμανός ζωγράφος Peter Von Hess φιλοτέχνησε κατά το διάστημα 1827-1834, 40 λιθογραφίες με θέματα από την Ελληνική Επανάσταση μετά από ανάθεση από τον φιλέλληνα βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκο, πατέρα του Όθωνα. Τα πρωτότυπα ευρίσκονται στην Πινακοθήκη του Μονάχου στη Γερμανία.

«Είχε από καιρό πρωτύτερα η όμορφη Λενιώ (Ηπειρωτοπούλα περίφημη από τα μικρά της χρόνια δια την ομορφιά της) χτυπήσει δυνατά στου Βάσου την καρδιά, που ήτανε κι αυτός λεβέντης κι όμορφος και κάνοντας πανιά την άρπαξε ο παληκαράς και την μπαρκάρισε μ' όλους τους θρήνους της, αληθινούς και ψεύτικους και μ' όλη του αντρός της την αδύναμη αντίσταση. Δεύτερο λιμάνι πιάσανε την Άντρο. Πού να σέρνη όμως ο Βάσος το ακριβό του απόχτημα στις θάλασσες και τις ανεμοζάλες κι αποφάσισε: ένας πύργος, του Γιαννούλη, ήτανε κοντά στο χωριό του Άγιου Πέτρου εκεί έβαλε την νεράιδα του με μια δούλα Σιδερή, Βολιώτισσα- της προμήθεψε κάθε λογής τροφή και πιώμα. Ύστερα έδωσε παραγγελιά στους χωριάτες. Χτίστες να πα να φέρετε! Ήρθαν οι χτίστες και χτίσανε γερά του πύργου πόρτα και τα χαμηλά παράθυρα. Ύστερα έδωσε άλλη στερνή παραγγελιά στον μπουλουκτσή του (υπαξιωματικό) τον Πτολεμαίο: θα μείνης εδώ με δεκαπέντε παλληκάρια! Θα φυλάς τον πύργο απόξω ώσπου να γυρίσουμε από το Μπερούτι. Με το κεφάλι σου έχεις να μου δώσεις απολογία! Ότι χρειάζονται από μέσα να το δίνης κρεμαστό από το παράθυρο. Έμεινε ο Πτολεμαίος και φύλαγε ώσπου γύρισαν οι καραβοτσακισμένοι από τη Συρία. Ο Πάγκαλος στο μεταξύ είχε πεθάνει από το κακό του, κι ο Βάσος στεφανώθηκε τη χήρα του πύργου του Γιαννούλη τη φυλακισμένη με το θέλημα της πια». Ο ίδιος ο Βλαχογιάννης σε κάποιο άλλο σημείο της ανθολογίας του μας έχει διασώσει ένα τετράστιχο από «στρατιωτικό τραγούδι των χρόνων της επανάστασης κι αργότερα»: «Βάσος ο Μαυροβουνιώτης και Δημήτρης ο Γριζιώτης κι ο Τριαντάφυλλος Τζουράς είν' ο πρώτος πουτσαράς». Δεν είναι όμως όλες οι ερωτικές ιστορίες των αγωνιστών το ίδιο ευτράπελες. Υπάρχουν και τραγωδίες όπως αυτή που ακολουθεί. Έγινε στο Ναύπλιο στα χρόνια του Καποδίστρια με πρωταγωνιστή έναν παλιό φιλικοεταιριστή και ιερολοχίτη. Το Γρηγόριο Σούτζο, γιο του Μεγάλου Διερμηνέα της Πύλης, Αλεξάνδρου Σούτζου (που αποκεφαλίστηκε από το Σουλτάνο στα 1807 «κατόπιν αγγλικών ενεργειών» ως οπαδός του Μεγ. Ναπολέοντα) και εγγονός του Ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Μιχαήλ Σούτζου. Ο Γρηγόρης Σούτζος, αφού πολέμησε στο Δραγατσάνι, μετά την καταστροφή του Ιερού Λόχου, έφυγε από τη Μολδοβλαχία προς μεγάλη αγανάκτηση του Αλεξάνδρου Υψηλάντη που εν τούτοις δεν άργησε να ακολουθήσει το παράδειγμα του. Πήγε τότε ο Γρηγόρης στο Παρίσι όπου σπούδασε και γύρισε αργότερα στην Ελλάδα. Το 1829 τον βρίσκουμε στ' Ανάπλι όπου ο Καποδίστριας τον έχει διορίσει σε κυβερνητική θέση και τον έχει συμπεριλάβει στο «Πανελλήνιον». Την τραγική αυτή ερωτική ιστορία την μεταφέρουμε μεταγλωτισμένη από τ' απομνημονεύματα του Αλέξανδρου Ραγκαβή που ήτανε ξάδερφος του Γρηγόρη Σούτζου. «Κατά την καταστροφή των Ψαρρών, μια ωραιότατη κοπέλα, η Δεσποινού, παιδί ακόμα, είχε γλιτώσει από τα μαχαίρια των δημίων πέφτοντας στη θάλασσα. Κι αφού κολύμπησε με θάρρος κι επιτηδειότητα κατέφυγε σ' ένα ελληνικό καράβι που περνούσε και που το πλήρωμα του την είδε θαμπωμένο ν' ανεβαίνει στο κατάστρωμα σαν αναδυόμενη Αφροδίτη. Ένας δε Μακεδόνας οπλαρχηγός που βρισκόταν στο πλοίο, ανέλαβε να την προστατέψη, και την έφερε στο Ναύπλιο. Εκεί την αγάπησε και την παντρεύτηκε ένας νέος «προύχων εκ Φθιώτιδος όστις και παιδείας ήν μέτοχος και ευγενείς είχε τους τρόπους». Μ' αυτόν γνωρίστηκε ο ξάδερφος μου όταν ήρθε από τη Γαλλία, σε μία εποχή που η κοινωνία ήταν πολύ λίγο «ανεπτυγμένη» στην Ελλάδα, γοητεύτηκε έντονα από την χάρη της και την ομορφιά της και στην αρχή μεν ανέλαβε να τη μάθει γαλλικά. Σιγά-σιγά όμως οι σχέσεις τους έγιναν στενότερες ώσπου σφοδρός έρωτας αναπτύχθηκε μεταξύ τους «ωθήσας αυτούς εις λήθην των καθηκόντων των» καί η νέα γυναίκα παράτησε τον άντρα της και πήγε κοντά του. Αυτό όμως η κοινωνία το «είδε μετά βαθείας αποδοκιμασίας» αλλά και «ο αυστηρός τα ήθη» Κυβερνήτης το δέχτηκε με μεγάλη αγανάκτηση. Είχε την απαίτηση όσοι βρισκόντουσαν κοντά του και μάλιστα μέλη του «Πανελληνίου» να ήταν πρότυπα ηθικής και να δίνουν -όπως και ο ίδιος εξ' άλλου- το παράδειγμα του σεβασμού των ηθών για την αναστήλωση της κοινωνίας. Απ' αυτή τη στιγμή λοιπόν ο Κυβερνήτης έδειξε μεγάλη ψυχρότητα στο Γρηγόριο Σούτζο. Αυτός ένιωσε τόσο σφοδρή προσβολή της φιλοτιμίας του που αρρώστησε. Έπαθε τύφο και η ψυχική του διάθεση χειροτέρευσε την κατάσταση της υγείας του και σε λίγες μέρες τον οδήγησε στον τάφο...». Αυτό ήταν το τραγικό τέλος της ιστορίας αυτής. Υπάρχει όμως και... απροσδόκητος επίλογος, που θα τον μεταφέρουμε όμως όπως τον γράφει ο Ραγκαβάς, με τη φρασεολογία του: «Μετά βαρείας καρδίας ήκούσαμεν τό αξιοθρήνητου τούτο διήγημα, καί ότε έφθάσαμεν εις Ναύπλιον, μία των πρώτων επιθυμιών μου ητο νά γνωρίσω έκείνην ήν περιπαθώς είχεν αγαπήσει ό έξάδερφός μου καί είς ής τάς άγκάλας είχεν εκπνεύσει πρό μόλις είκοσι ημερών. Συνέπεσεν δε ή οικία ήν έμισθώσαμεν νά κείται κατάντικρυ καί πλησιέστατα της ιδικής της-διά δε την τότε ετει ελλειψιν των παραπετασμάτων, εβλεπον εντός αυτής. 'Εκεί δε άπαξ ή δις είδον εντός της γείτονος εκείνης οίκίας μορφήν τινά μελανοφοροΰσαν, καί εμαθον ότι αυτή ην ή άπαραμύθητος Δεσποινού. 'Αλλά τους χαρακτήρας του προσώπου της δεν ήδυνήθην νά διακρίνω. Έν ω δε περιέμενον νά παρέλθωσιν αί πρώται ήμέραι της οξείας θλίψεως, ήτις αποφεύγει τά ξένα βλέμματα, Ίνα την έπισκευθώ καί τή εκφράσω πόσον την θλίψην της καί εγώ βαθέως συνεμεριζόμην, ήμέραν τινά, κατά τύχην, στρέψας τό βλέμμα προς την οίκίαν της, είδον εντός αύτης δύο μορφάς μέτ' ασυνήθους ζωηρότητος κινούμενος, έκ τούτου προκληθείσης της περιέργειας μου, παρετήρησα προσεκτικώτερον, καί τί είδον; Είς έκ τών αρχαίων συμμαθητών καί φίλων μου έν Όδησσώ όστις είχεν ευοδοθεί πρό έμοϋ εις την 'Ελλάδα, έδίδασκεν είς την βαρυπενθοΰσαν κυρίαν... την μαζούρκαν». Φαίνεται όμως ότι τέτοιες ιστορίες δεν ήταν ασυνήθιστες στη νεοπαγή κοινωνία του Ναυπλίου. Στο «Πανόραμα της Ελλάδος» του σατιρικού ποιητή Αλεξάνδρου Σούτζου περιλαμβάνονται αρκετά στιχουργήματα που απεικονίζουν τα ήθη της εποχής που δε δείχνουν να είναι και τόσο αυστηρά. Μερικοί τίτλοι σατιρικών ποιημάτων του Α. Σούτζου είναι χαρακτηριστικοί: «Ο ζηλιάρης γέρος», «η ανδρογυναίκα», «ο μωρόπιστος σύζυγος»... Σαν δείγμα γραφής αξίζει να δούμε το τελευταίο απ' αυτά:

Η γυναίκα μου η Μαρούκα
έχει κόκκινα χειλάκια
τριανταφυλλένια όψη
και γλυκά γλυκά ματάκια.

Στο πλευρό μου αφού την έχω
σαν τρυγόνι μου πιστό
πόσος κόσμος με χαϊδεύει,
πόσους φίλους την χρωστώ!

Τι καλής ψυχής γυναίκα!
Αντίς μιας να είχα δέκα!

Νέο βλέπω κάθε μέρα
εις το σπίτι μας στολίδι
κι εις τα δάκτυλα της νέο
κάθε μέρα δακτυλίδι

εξοδεύει με σακκούλα
πουρνό βράδυ ανοικτή
τρέμει μη με δώσει βάρος
και παρά δεν με ζητεί.

Τι καλής ψυχής γυναίκα!
Αντίς μιας να είχα δέκα!

Στους χορούς μας την πηγαίνω;
Να κατόπι καβαλλιέροι
παγωτά και λεμονάδες
ο καθένας την προσφέρει

Κι εις εμένα τόσο ρόμι
ως οπού ζαλιστώ
Η Μαρούκα μου μ' αφήνει
σιγανά να κοιμηθώ

Τι καλής ψυχής γυναίκα!
Αντίς μιας να είχα δέκα!

Το παιδί μας βγάζει δόντια
ή κατσούφιασε κομμάτι
χίλιοι φίλοι τ' αγκαλιάζουν
με πατρός το βλέπουν μάτι

Να φανή σ' αυτούς ευγνώμων
η Μαρούκα δεν αργεί.
Και το χέρι τους το σφίγγει...
από μητρική στοργή.

Τι καλής ψυχής γυναίκα!
Αντίς μιας να είχα δέκα!

Την ημέρα πάντα λείπω
και δουλειές την νύκτα έχω
Εις το Ναύπλι την αφήνω
κι εις το Άργος συχνοτρέχω

Η Μαρούκα δεν μαλώνει
αν πλαγιάζω χωριστά
Εις το σπίτι μας την νύκτα
συναναστροφών βαστά.

Τι καλής ψυχής γυναίκα!
Αντίς μιας να είχα δέκα!

Προχθές τρόμαξα κομμάτι
έξαφνα και παρ' ελπίδα
να φιλεί και ν'αγκαλιάζει
κάποιον φίλο μας την είδα

«Τ'είν'αυτό που κάμνεις, λέγω
Αυτή πάλι τον φιλεί
«Αχ! τον αγαπώ, με λέγει,
γιατί σ’αγαπά πολύ».

Τι καλής ψυχής γυναίκα!
Αντίς μιας να είχα δέκα!

Δεν είναι βέβαια γενικό το φαινόμενο, υπάρχει και η άλλη... άκρη. Στα απομνημονεύματα του επίσης, ο Ραγκαβής αναφέρει το εξής επεισόδιο που του διηγήθηκαν: Σε μια χορευτική εσπερίδα, βλέποντας ο στρατηγός Θοδωράκης Γρίβας τους νέους να έρχονται να καλέσουν τη νεαρή του σύζυγο για να χορέψουν, «ηγέρθη πυρ πνέων και έσυρε το ξίφος να τους κατακάψει μόλις δε τον αναχαίτησαν οι οικοδεσπόται και η αποχή της των χορευτών από την κυρία Γρίβα, ήτις άλλως τε και δεν ήξευρε να χορεύει». Και συνεχίζει ο Ραγκαβής με ένα άλλο επεισόδιο που έμαθε «περί της κυρίας ταύτης, χαρακτηριστικό των καιρών». Κάποτε που κοιμήθηκε η Γρίβαινα στην εξοχή, ένα φίδι μπήκε μέσ' τα φουστάνια της και τρύπωσε ανάμεσα στα σκέλια της. ξύπνησε έντρομη αλλά δεν δέχτηκε κανέναν να τη βοηθήσει άλλος από τον άντρα της. Κι έτσι έγινε ώσπου ειδοποιήθηκε και κατέφθασε ο στρατηγός «και απήλλαξεν αυτήν του φαρμακερού εραστού».
Πανουργιάς Πανουργιάς. Κλεφταρματολός των Σαλώνων. Γεννήθηκε το 1759. Το όνομά του οφείλεται σε λάθος κατά την βάπτισή του. Ακούστηκε το όνομα Πανωραία και ο ευσεβής πατέρας του το μετέτρεψε σε ανδρικό. Κήρυξε πρώτος την επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα και απελευθέρωσε τα Σάλωνα. (Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο).
Ερωτικά παρατράγουδα όμως δεν έλειψαν καθ' όλη τη διάρκεια του αγώνα του '21. Καθώς αναφέρει ο Γιάννης Βλαχογιάννης ανθολογώντας τα «ανέκδοτα απομνημονεύματα του Δ.Γ. Δημητρακάκη»: «Ενώ ο Καραϊσκάκης με τα ηρωικά στρατεύματα του πολεμούσε στον Πειραιά (Μάρτ. του 1827) έμαθε πως η Συνέλευση στην Τροιζήνα έριξε την κυβέρνηση (διοικητική επιτροπή) με τον έξοχον Αντρέα Ζαΐμη κεφαλή της, και σύστησε βιαστικά άλλη από τρία μονάχα μέλη Νησιώτη, Μωραΐτη και Ρουμελιώτη, μέλη όχι σημαντικά, από φτόνο στο Ζαΐμη, για να δεχτεί τον Κυβερνήτη που θάρχόταν, όχι Κυβέρνηση ισχυρή και σοβαρή, μα Κυβέρνηση υπηρεσιακή. Το μέλος όμως το Ρουμελιώτικο δεν άρεσε καθόλου στον Καραϊσκάκη και στους Ρουμελιώτες του. Αυτοί είχανε συστήσει το Γ. Μαυρομάτη, άξιον και σοβαρό κι η Συνέλευση διώρησε έναν που η γυναίκα του είχε αγαπητικό -και ποιον; τον Αντρέα Μεταξά• το σκάνδαλο έβραζε κι ο άτυχος ο σύζυγος άνθρωπος μαλακός και τίμιος κατά τ' άλλα ήταν στιγματισμένος... Ο Καραϊσκάκης, μ' όλες τις φοβέρες πούχε στείλει στην Συνέλευση, έρριξε τώρα τον θυμό του μονάχο στον σημαδεμένο.
- Ας τελειώνουμε εδώ τη δουλειά μας, είπε, και τότε να ιδώ που θα μ' πάει ο κερατάς, και στου μουνί της π' τάνας τ' να κρυφτεί, θα βάλω τον πούτσο τ' Μεταξά να τον ξετρύπωσ'».
Δεν ήταν όμως η μοναδική φορά που ερωτικές δραστηριότητες του Αντρέα Μεταξά έγιναν αντικείμενο πολιτικών αντεγκλήσεων. Στα ίδια ανέκδοτα του Δημητρακάκη αναφέρεται ότι στη Συνέλευση του Ναυπλίου (πρόεδρος της κυβέρνησης ο Αυγουστίνος Καποδίστριας, 1831-32), κινούσε την οργή πολλών πληρεξουσίων ο Αντρέας Μεταξάς για κάποιο σκάνδαλο της ιδιωτικής ζωής του και για λόγους πολιτικούς. Ο στρατηγός Δ. Πλαπούτας πιάνει τον πληρεξούσιο τις επαρχίας Αρκαδίας (Κυπαρισσίας) μα κι απελέκητο χωριάτη από τα Κοντοβούνια, Γιώργο-Σκόρτση και τον ξαμολογάει τι να πει και τι να κάμει.
Καθώς μιλούσε από το βήμα ο Μεταξάς ο Γιώργο-Σκόρτσης τον αντίκοψε.
- Για, ας πω κι εγώ κάτι! του λέει.
- Όταν εγώ ομιλώ δεν ημπορείς να ειπείς συ τίποτα! λέει ο αψίθυμος Μεταξάς.
- Βρε, εγώ δεν μπορώ να πω ή εσύ; Εγώ πόχω επαρχία με τόσες χιλιάδες φαμίλιες ή του λόγου σου που μήτε επαρχία δική σου έχεις, μήτε δική σου γυναίκα; Να ο κόσμος λέει πως έχει μια κρυφή...
Έκοψε ο Μεταξάς το λόγο και βγήκε όλος θυμό από το δωμάτιο.
- Ου να μου χαθείς βρε παλιο-Γιώργο! ...γυρίζει και του λέει ο γερο-Κολοκοτρώνης που είδε το άτοπο.
Μα ο Γιώργος σύνορο δε γνώριζε.
- Μη σου κακοφάνει κ' εσένα, τι κατάκρινα κείνους που δεν έχουν γυναίκα δική τους; Μα η αφεντιά σου δεν μετριέσαι μ'αυτουνούς• έχεις μια, την έχεις μοναχός σου, ας είν' και μπερμπαντάδικη...
Με πολύ θόρυβο και γέλια λύθηκε η συνεδρίαση. Όπως σημειώνει ο Βλαχογιάννης, ο Σκόρτσης εννοούσε την περίφημη καλόγρια που από τα 1825, από της Ύδρας το μοναστήρι, τη διατηρούσε ακόμα σπίτι του ο Κολοκοτρώνης και στα χέρια της πέθανε το 1843.
Το ίδιο, εξάλλου, έκανε κι ο Καραϊσκάκης που ήτανε και παντρεμένος με οικογένεια. Ο Βλαχογιάννης, από παράδοση του στρατηγού Μήτσου Μπαϊραχτάρη, ανθολογεί ότι ο Καραϊσκάκης στις εκστρατείες του είχε πάντα μαζί του μια τουρκοπούλα βαφτισμένη, που τη λέγανε Μαρία. «Αυτή ήτανε ντυμένη φουστανέλλα σαν άντρας κι είχε τ'όνομα Ζαφείρης ανάμεσα στα παλληκάρια. Κάποτε λοιπόν ο Καραϊσκάκης κατέλυσε στο σπίτι του με κάμποσα παλληκάρια. Πάει ο Ζαφείρης στο μαγειριά και ρίχνεται στις δούλες κι αρχίζει, τσιμπιές, γαργαλητά, φιλιά. Βάνουν τις φωνές εκείνες και τρέχουν στην καπετάνισσα. Τρέχει κι η κυρά Γκόλφω, η Καραϊσκάκαινα στο Στρατηγό καταθυμωμένη.
- Τι πράγματα είν' αυτά; του λέει, τα παλληκάρια σου παλεύουν τις ψυχοκόρες μου...
- Έγνοια σου, μουρή, της λέει ο Στρατηγός, έχω και για σένα πούτσο. Μη μου χολιάζεις...»
«Δια να γλεντάγει βάσταξε κι όλους τους ανθρώπους»

Ατέλειωτες οι βωμολοχίες του Σταυραητού της Ρούμελης, πριν όμως επεκταθούμε μ'αυτές ας δούμε ακόμα κάνα δυο «παρανόμους» ερωτικούς δεσμούς αγωνιστών προσπερνώντας τον Παπαφλέσσα («όπου» παρά το σχήμα του καθώς έγραφε ο Μακρυγιάννης «γλεντάγει εις το λιοντάρι με τις γυναίκες και τα λαλούμενα και δια να γλεντάγει βάσταξε κι όλους τους ανθρώπους»). Ας σταθούμε σ' έναν άλλον καπετάνιο του '21, τον Τσόγκα για τον οποίο (στα «Γράμματα για την Ελλάδα», που εκδοθήκανε γαλλικά, στα 1826 στο Παρίσι από το Γάλλο φιλέλληνα Βουτιέ, αναφέρεται ότι «όσο μισούσε του Τούρκους τόσο τις Τουρκάλες είχε στην καρδιά του. Κάποτε άρπαζε μιαν όμορφη Τουρκοπούλα και δεν εννοούσε πια να χωριστεί απ' αυτή. Τότε η κυρά Τσόγκαι να πήγε στο δεσπότη και παραπονέθηκε.
- Ωρέ, αγαπάω τη γυναίκα μου είπε ο παλιός κλέφτης μα παιδιά δεν μου κάνει και πήρα τούτη δω να μου κάνει κανένα...
Ο Δεσπότης τι να κάμη; Συμφωνήθηκε να βαφτιστή μονάχα το χανουμάκι κι ας πάει στην ευκή. Πήρε ο Δεσπότης καμιά διακοσαριά ρουμπιέδες κι ο γέρο-Τσόγκας έζησε με το χαρέμι του».
Να έρθουμε, τέλος, στην περίπτωση του Κίτσου Τζαβέλλα, που ανθολόγησε ο Μακρυγιάννης από αφήγηση του Στρατηγού Νικόλα Μακρή και από τα απομνημονεύματα του Αρτεμη Μίχου: «Στην έξοδο του Μεσολογγίου, τη στιγμή που ακουστή η απαίσια φωνή «πίσω» ο σεΐζης (ιπποκόμος) του στρατηγού Δημήτρη Μακρή τάχασε και γύρισε πίσω με τ' άλογο του στρατηγού. Ο σεΤζης στην παραζάλη εκείνη, σέρνοντας τ' άλογο ανταμώθηκε ξαφνικά με τον Κίτσο Τζαβέλλα, που είχε τη γυναίκα του μαζί, την περίφημη κυρά Βασιλική, αστεφάνωτη, γκαστρωμένη, μ' άλλο παιδί δεκαοχτώ μηνών στην αγκαλιά και με το σπαθί στο χέρι. Ο Κίτσος ζήτησε τ' άλογο του σεΐζη κι αυτός αρνήθηκε. Του το πήρε με το στανιό έριξε πέρα το δισάκι, έβαλε απάνου τη γυναίκα κι ανέβηκε κι αυτός στα πισινά κι έτσι γλίτωσαν. Το παιδί όμως που το λέγανε Δημήτρη, φαίνεται τόριξαν ή τους έπεσε από τη σέλλα κι αργότερα το ξαγοράσανε με την τιμή σαράντα Τούρκων». Σημειώνει δε, συμπληρωματικά, ο Βλαχογιάννης ότι ο Κίτσος και η Βασιλική παντρεύτηκαν αργότερα στ' Ανάπλι.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στα ...βρωμόλογα του Καραϊσκάκη. Ο Βλαχογιάννης από παράδοση του στρατηγού Μπαϊραχτάρη αναφέρει το εξής επεισόδιο: «Κάποτε στα 1825, στην εκστρατεία της Μεσσηνίας μάλωσε με τον Κουντουριώτη και του είπε:
- Ωρέ Κουντουριώτη άκουγα και νόμιζα θα είναι όλο γιομάτο μυαλό το κεφάλι σου. Εσύ όμως έχεις τόσο μυαλό, όσο έχω 'γω σπόρο στ' αρχίδια μου!»
Κι ακόμα ένα απ' του Δημητρακάκη τ' ανέκδοτα απομνημονεύματα: «Ήταν άρρωστος στο στρατόπεδο του Πειραιά και φώναξε κάποιον κομπογιανίτη να τον κυτάξει. Βάνει ένα από τα παλληκάρια του να τον κρατεί από πίσω και καθώς μπήκε ο γιατρός, χώνει το παλληκάρι κάτω απ' τα σκεπάσματα το χέρι το δικό του και το πιάνει ο κυρ γιατρός και σοβαρός κουνάει το κεφάλι.
- Οι δυνάμεις σου Στρατηγέ, πέσανε πολύ, του λέει.
Μ' ένα κίνημα τινάζει πέρα τα σκεπάσματα ο Καραϊσκάκης και μένει ο ψευτογιατρός με το ξένο χέρι στην παλάμη του ξερός.
- Ο πούτσος μου έπεσε, ωρέ, του λέγει, όχι οι δυνάμεις μου!»
Οι «αδιαντροπιές» όμως του Καραϊσκάκη δεν περιορίζονταν μόνο στα λόγια αλλά και στα κινήματα. Όπως αναφέρει ο βιογράφος του Γ. Γαζής, «στο Κομπότι, στον πόλεμο που έκαμε κατά τα 1821 8 Ιουνίου αφού νίκησε 3 χιλ. Τούρκους και τους πήρε στο κυνήγι με το μικρό του σώμα, ανέβηκε πάνω σε μια πέτρα κι έβριζε τους Τούρκους δυνατά. Και για να τους προσβάλλει χειρότερα και να δώσει θάρρος στους δικούς του σήκωσε τη φούστανέλλα, κατέβασε το βρακί και τους έδειξε τον πισινό του. Τότε ένας Αρβανίτης Γκέκας, κρυμμένος κάπου στα κλαριά, τον τουφέκισε και τον ελάβωσε στα μεριά από κάτω και σ' ένα άλλο μέρος μπροστινό».

«Ο Χριστός απ' το κεφάλι, ο Αλλάχ από τον...

Αλλά και ο Γέρος του Μωριά δεν υστερούσε σε αθυροστομίες. Οι δικές του όμως έκλειναν μέσα τους κάποια φιλοσοφία, κάποιο στοχαστικό νόημα. Ο Γ. Τερτσέτης στο έργο του «ο Γέρων Κολοκοτρώνης» γράφει τα εξής: «Ευρισκόμενος (ο Κολοκοτρώνης) εις τας Αθήνας έβγαλε εις τα οπίσθια ένα σπυρί. Δια να μάθει πόσο ήτο μεγάλο έκραξαν έναν να το ιδή και αυτός του απεκρίθη, είναι σαν ρεβύθι. Κράζει έπειτα άλλον. Τον ρωτά και του λέγει σαν καρύδι• κράζει τρίτον και του λέγει είναι σαν αυγό.
- Περίεργο, εστράφη τότε και είπε, από το κεφάλι μου ως τον κώλο μου και δεν μπορώ να μάθω την αλήθεια».
Κι ακόμα ένα του Τερτσέτη από το ίδιο έργο του: «Ένας ανεψιός του Αλή Φαρμάκη (πριν από το 1821) όταν ήσαν κλεισμένοι εις τον πύργον του θείου του, έλεγε προς τον Κολοκοτρώνην:
- Κρίμα όπου δεν είσαι Τούρκος, μέγας αφέντης θα γινόσουν.
- Αν γίνω Τούρκος θα με σουνετέψουν; (δηλ. θα μου κάνουν περιτομή;)
- Βέβαια.
- Εμάς όταν μας βαπτίζουν, μας κόβουν από τα μαλλιά της κεφαλής μας τρίχες και ταις βάζουν εις το εικόνισμα του Χριστού. Αν γίνω Τούρκος, εις τον άλλον κόσμον θα με τραβούν ο Χριστός από τα μαλλιά και ο Μωάμεθ από την πούτσα και δεν θέλω να βάλω εις παρόμοια διαφορά δύο τέτοιους δεσποτάδες».

Γλώσσες που δάγκαναν

Οι βωμολοχίες και τα αδιάντροπα αστεία ήταν μέσα στην ατμόσφαιρα της παλληκαρίστικης εκείνης εποχής. Κι ο Βλαχογιάννης, σχολιάζοντας τα ιστορικά του ανθολογήματα, παρατηρεί: «Οι περισσότεροι στρατιωτικοί Ρουμελιώτες κατά τα χρόνια της Επανάστασης δεν είχανε μονάχα στον πόλεμο το νου γεννητικό (τερτιπληδες = στρατηγηματικοί) μα δάγκανε κ' η γλώσσα τους, άμα θέλανε να πειράζουν κανένα στα χωρατά ή στ' αληθινά. Το κακό όμως είναι που η κουβέντα τους συχνά και στο θυμό τους περισσότερο, ήτανε τόσο με βρωμόλογα σπαρμένη και με εικόνες τόσο έγυμνες που θα κάνανε την ντροπή στην ερημιά να φύγη... Έφτασε λοιπόν ο γερο-Πανουριάς, των Σαλώνων, ο παλιός καπετάνιος, στην Τριπολιτσά, το 1823, καθέδρα τότε της Κυβέρνησης, για να πρακινήση τους Μωραΐτες ναρθούνε μιντάρι (βοήθεια) της Ρούμελης. Μα ηύρε εκεί πέρα τους Μαχαιράδες (στρατιωτικούς) και Κοτσαμπασήδες (προύχοντες πολιτικούς) να μαλώνουν άσκημα. Ο Πανουριάς αφού κάθησε στην άκρη, ρώτησε δυνατά:
- Δε μ' λέτε, Αφεντάδες, ποιος είν' αυτός ου Αναγνώστ 'ς ου Ντεληγιάνν 'ς;
- Εγώ! είπε ο κυρ Αναγνώστης απότομα, πειραγμένος για τον τρόπο του γέρου Ρουμελιώτη.
- Δε μ' λες, Άρχοντα, τι έ 'εις με το δ' κό μ' του Θουδουράκη; (τον Κολοκοτρώνη)
- Τα θέλετε όλα δικά σας, καπετάνιε.
- Να σ' πω, Άρχοντα, τώρα που είναι ου δ' κός μ' ου καιρός, θα με φ 'λή 'εις εδώ (και τούδειξε την παλάμη του χεριού του) και ταχιά (αύριο) π' θάρθη ου δ' κός σ' ου καιρός θα σε φ ' λήσου στουν κώλου.
Μ' άλλα λόγια: Τώρα που είναι πόλεμος θα υποχωρούν οι πολιτικοί στους στρατιωτικούς κι αύριο που θα γίνει ειρήνη κ.λπ.». Και τούτο το κομμάτι είναι ανθολογημένο από τα απομνημονεύματα του Δ.Γ. Δημητρακάκη όπως κι αυτό που ακολουθεί, με πρωταγωνιστή και πάλι τον Πανουριά.

Και αυτά... ξυρίζονται

«Όταν ήρθε ο Καποδίστριας, αποφάσισε κι ο γέρο Πανουριάς, ο κλεφταρματωλός των Σαλώνων, να κατεβή από του Παρνασσού τα κάρκαρα και να πάει να παρουσιαστεί στον Κυβερνήτη. Έφτασε λοιπόν στην Αίγινα, μα με την πρώτη ματιά πούρριξε γύρω του, δεν του καλαρέσανε τα πράματα. Είδε κοντά στον Κυβερνήτη κάτι φραγκοντυμένους, που δεν τους, φτάνανε τα φράγκικα φορέματα, μα είχανε ξουρίσει και γένεια και μουστάκια και ήταν έτσι σαν ξεροκολόκυθα γυαλιστερά τα μούτρα τους:
- Τι μ' σούδες είν' αυτές; είπε στο γέρο Δυοβουνιώτη, που είχε έρθει κι αυτός συντροφιά του στην Αίγινα.
- Δεν τους βλέπεις; Τσ' ήφερε ου Κυβερνήτ 'ς να μας φουτίσουν.
- Γι' αυτό είν' έτσ' τα μούτρα τ' ς; Γένουντ' έτσ' πλειό διαβασμένοι, μαθές; Τότε θέλω κ' εγώ να τα ξουρίσω να γίνου σουφός κ' εγώ...
- Και δεν τα ξουρίζεις; Εδώ παρακάτ' είν' ο χαμζάς (κουρέας). Μα δεν κουτάς. Πώς θα γυρί' ης, μαύρε, στου χουριό;
- Πλερώνεις εσύ τα ξουριστ 'κά;
- Πλερώνου... μα δε θ' αποκουτί' ης τέτοιου πράμα...
- Βάν' ς και τα βιουλιά μαζί;
- Τι τα θέλ' ς τα βιουλιά;
- Έτσ' θέλου να γίνη του πράμα πανηγύρ'.
- Ας είναι κ' έτσ'.
Ο Δυοβουνιώτης ακόμα δεν είχε καταλάβει καλά τι λογής ξύρισμα ήθελε ο γέρο-σύντροφός του. Ξέχασε τα παλιά του τα καμώματα. Άνθρωπος του δρυμού, κλαρίτης, ήξερε να λέει πράματα και να τα κάνει πέρα και πέρα ξέσκεπα.
Μπαίνουνε ότου κουρέα, και να, έρχονται τα βιολιά κι αρχίζουν το παιχνίδι κ' ετοιμάζει ο κουρέας τα ξουράφια του. Κάνει όμως να βάλει χέρι στου γέρου-στρατηγού τα μούτρα κι αυτός;
- Τράβα του χέρ' σ' οπού κει! του λέει. Πετάει πέρα τη φουστανέλλα και μένει όπως τον έκαμε η μανούλα του από τη μέση και κάτου... Κι αρχίζει ο κουρέας, θέλοντας και μη θέλοντας και του τα ξουρίζει.. Και παίζουν τα βιολιά... Κι ο κόσμος όλο και μαζεύεται...
- Αι, τώρα μοιάζ' νε με μούτρα φράγκικα! είπε ο γέρος αφού τελείωσε το ξύρισμα. Κι όλα αυτά τάκαμε, για να σατυρίσει τα ξουρισμένα μούτρα και μουστάκια που είχαν κοπιάσει απ' τη Φραγκιά να φέρουνε καινούργια φώτα στο Ρωμαΐικο».
Εδώ, όμως, κλείνουμε τη μικρή μας ιστορική αναδρομή. Αναδρομή σ' ένα χώρο που οι σχολαστικισμοί και οι καθωσπρεπισμοί των «επιστημονικών» κατεστημένων έχουν καταχωνιάσει στα περιθώρια της ιστοριογραφίας μας.

Δημήτρης Σούτζος
ΑΡΓΟΛΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
Ι ΚΤΕΟ ΑΡΓΟΛΙΔΟΣ ΣΑΛΑΠΑΤΑΣ