Στο κέντρο του προσφυγικού συνοικισμού Ν. Βυζαντίου Ναυπλίου βρίσκεται ο ναός των Αγίων Κων/νου και Ελένης .Οικοδομήθηκε μετά την Μικρασιατική καταστροφή του 1922 από πρόσφυγες της Κωνσταντινούπολης και της Μικράς Ασίας κατά την δεκαετία του 50 .Ο σημερινός ναός είναι Βυζαντινού ρυθμού και θεμελιώθηκε στις 28 Μαΐου του 1950 , ενώ εγκαινιάσθηκε στις 21 Μαΐου του 1961.
Οι κάτοικοι της περιοχής ,πρόσφυγες κατά πλειοψηφία εγκαταστάθηκαν στο Νέο Βυζάντιο, έτσι λέγεται η συνοικία ή αλλιώς συνοικισμός. Οι κάτοικοι της περιοχής εγκαταστάθηκαν κατά το έτος 1929- 1937 χρονικό διάστημα που φτιάχτηκαν και οι κατοικίες τους. Να σημειωθεί πως το 1959 διορίσθηκε ο πρώτος μόνιμος Ιερέας ο μακαριστός π.Ιωάννης Γιαννόπουλος ο οποίος παρέμεινε σχεδόν 50 χρόνια στην θέση του.
Φέτος στον πανηγυρικό εσπερινό χοροστάτησε ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Επιδαύρου κκ. Καλλίνικος παρουσία πλειάδα Ιερέων από την Αργολίδα.
Μετά το θείο κήρυγμα ακολούθησε η λιτάνευση της Ιερής εικόνας των Αγίων καθώς και του τεμαχίου των Ιερών Λειψάνων τους , που φυλάσσονται στον ιερό ναό. Της λιτανευτικής πομπής προπορευόταν η φιλαρμονική Ναυπλίου. Ο Μέγας Κωνσταντίνος γεννήθηκε το 274 μ. Χ. Πατέρας του ήταν ο Κωνστάντιος ο Α' ο Χλωρός και μητέρα του η Ελένη από το Δρέπανο της Βιθυνίας. Ο Κωνσταντίνος σε ηλικία 18 ετών έγινε στρατιωτικός και χάρη στην ανδρεία του, προάχθηκε γρήγορα στα ανώτατα αξιώματα του στρατού. Ο Κύριος θέλοντας να τον βοηθήσει στον αγώνα του κατά του Μαξεντίου και του Λικίνιου, στη συνέχεια σχημάτισε στον ουρανό το σημείο του Σταυρού με την επιγραφή «Εν τούτω Νίκα», προσφέροντάς του ένα ισχυρότατο όπλο για να κατατροπώσει τους εχθρούς του. Με το χριστιανικό σταυροειδές λάβαρο με το ελληνικό μονόγραμμα «Εν τούτω νίκα», τελικά νίκησε τα στρατεύματα του Μαξεντίου και έπειτα του Λικίνιου. Επίσης, ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας που ευνόησε την Εκκλησία, μετά από τρεις αιώνες ανελέητου διωγμού. Μετέφερε την πρωτεύουσα του κράτους του στο αρχαίο βυζάντιο, και εκεί έκτισε την βασίλισσα των πόλεων, την Κωνσταντινούπολη.
Λίγο πριν πεθάνει, ο Κωνσταντίνος αξιώθηκε και του Αγίου Βαπτίσματος, και αμέσως μετά είπε: «Νυν αληθεί λόγω μακάριον οιδ’ εμαυτόν, νυν της αθανάτου ζωής πεφάναι άξιον, νυν του θειου μετειληφέναι φωτός πεπίστευκα». Τώρα, δηλαδή, σύμφωνα με το λόγο της αληθείας, ξέρω ότι είμαι μακάριος, τώρα έχω γίνει άξιος της αθανάτου ζωής, τώρα έχω πιστέψει πως έλαβα το θείο φως. Εκοιμήθη σε ηλικία 63 ετών, την 21 Μαΐου 327. Η Ιστορία ονόμασε τον Κωνσταντίνο Μέγα και η Εκκλησία τον ανεκήρυξε Άγιο και Ισαπόστολο.
Ο Κωνσταντίνος ενδιαφέρθηκε πολύ και για τα ιερά σεβάσματα των χριστιανών, για το λόγο αυτό απέστειλε στα Ιεροσόλυμα την μητέρα του, για να βρει τον Τίμιο Σταυρό. Μετά την εύρεσή του, η Αγία Ελένη, αφού διχοτόμησε τις κεραίες του δημιούργησε δύο Σταυρούς εκ των οποίων τον ένα μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη.Η Αγία Ελένη ήταν αυτή η οποία έδωσε στον Μ. Κωνσταντίνο την πρέπουσα διαπαιδαγώγηση. Άλλωστε, και ο ίδιος την τίμησε, όταν στην μεγάλη πλατεία της Κωνσταντινούπολης έκτισε δύο στήλες, μία δική του και μία της Αγίας Ελένης, που έφερε την επιγραφή: «Εις Άγιος εις Κύριος Ιησούς Χριστός, εις δοξαν Θεού Πατρός, Αμήν». Η Αγία Ελένη βοήθησε να χτιστούν οι πρώτοι μεγάλοι ιεροί ναοί της Χριστιανοσύνης. Εκοιμήθη ειρηνικά το 327 μΧ. σε ηλικία 83 ετών.




















