ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ
ΕΙΔΗ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣ
ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΙΑ
ΕΜΠΟΡΙΟ ΦΡΟΥΤΩΝ - ΛΑΧΑΝΙΚΩΝ

Σάββατο 8 Ιουνίου 2019

Αποστολή στην Αμαζονία (του αείμνηστου Γιώργου Ρούβαλη)

ΑΡΓΟΛΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ | 10:04:00 μ.μ. |
Αποστολή στην Αμαζονία (του αείμνηστου Γιώργου Ρούβαλη)
Από την συλλογή διηγημάτων
Αποστολή στην Αμαζονία, Εκδόσεις Απόπειρα 2015
του Γιώργου Ρούβαλη†

Βρισκόμουνα δυο χρόνια τότε, στο πόστο μου ως διπλωμάτης, στη Βενεζουέλα. Πρόκειται για μια μεγάλη χώρα, με πλούσια φύση και τεράστια ποικιλία εδαφών. Από τις Άνδεις, και τις εύφορες κεντρικές πεδιάδες, μέχρι την πυκνή ζούγκλα της Αμαζονίας, που μοιράζεται με τη Βραζιλία και άλλες χώρες. 

Στο διάστημα εκείνο, είχα ταξιδέψει σχεδόν σε όλη τη χώρα για να επιβλέψω διάφορα αναπτυξιακά προγράμματά μας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και να δώσω διαλέξεις για ευρωπαϊκά θέματα σε πανεπιστήμια και επιμελητήρια.

Έμενε όμως να πάω και στη μυστηριώδη Αμαζονία. Μυστηριώδη, γιατί όταν ήμουνα μικρός στο Ναύπλιο είχα ανακαλύψει, στο σκοτεινό υπόγειο του σπιτιού μας, εκεί όπου υπήρχε ένα χτιστό καζάνι όπου βράζαμε νερό για πλύση και ανάκατα διάφορα ξεχασμένα παλιοπράματα, ένα πεταμένο φυλλάδιο με έναν έγχρωμο ινδιάνο στο εξώφυλλο που διηγείτο την ιστορία της Μανόα, δηλαδή του Ελντοράντο. Δεν θυμάμαι καλά την ιστορία αλλά αναφερόταν στον μύθο που πολλοί Ισπανοί κατακτητές άκουσαν από τους ινδιάνους σε διάφορες χώρες της Λατινικής Αμερικής όταν έψαχναν με μανία για χρυσό, ότι υπήρχε δηλαδή μια ιερή λίμνη και η πόλη Μανόα της οποίας ο βασιλιάς κάλυπτε μια φορά το χρόνο το σώμα του με χρυσόσκονη και κατόπιν βυθιζόταν στα νερά της. Βέβαια, οι πονηροί Ινδιάνοι έλεγαν αυτά για να διώξουν μακρυά τους Ισπανούς και την αρπακτική τους μανία, μακρύτερα από τους ίδιους. Αυτό το μύθο άκουσε και ο κατακτητής Αγκίρρε στη Βενεζουέλα και έψαχνε αδιάκοπα τη λίμνη. Είχα δει και ταινία του Βέρνερ Χέρτζογκ, Αγκίρε τον εντυπωσιακό Κλάους Κίνσκι, με το τρελό, άπληστο βλέμμα.

Εκτός των άλλων, είχαμε και ένα οικολογικό πρόγραμμα εκεί στην Αμαζονία (η οποία στην πραγματικότητα θα έπρεπε να λέγεται Ορινόκια, μια που την διασχίζει από άκρη σε άκρη ο ποταμός Ορινόκος, ένας από τους πιο μεγάλους παραποτάμους του Αμαζονίου, μαζί με τον ποταμό Κασικιάρε). Το πρόγραμμά μας αυτό, αντιμετώπιζε προβλήματα, αφού η κυβέρνηση δεν εκπλήρωνε τους τελευταίους μήνες τις οικονομικές της υποχρεώσεις. Μια μέρα λοιπόν, πήραμε το αεροπλάνο και προσγειωθήκαμε στο Πουέρτο Αγιακούτσο, πρωτεύουσα της αχανούς πολιτείας Αμαζόνας. Εκεί βρίσκονταν συγκεντρωμένοι 50,000 κάτοικοι, ο μισός πληθυσμός της πολιτείας, ο υπόλοιπος διασκορπισμένος σε εκατοντάδες χωριά στις όχθες των παραποτάμων του Αμαζονίου. Δρόμους ασφαλτοστρωμένους, το μέρος είχε μόνο περίπου 20 με 30 χιλιόμετρα έξω από την πόλη. Και αυτό ήταν όλο. Για να εισχωρήσεις στην ενδοχώρα, έπρεπε είτε να διαθέτεις αεροπλανάκι, είτε βάρκα.

Στη καρδιά της πόλης και δίπλα στην αποβάθρα του λιμανιού βρισκόταν ένα παλιό παραμελημένο ξενοδοχείο που δεν λειτουργούσε πλέον. Έτσι αναγκαστήκαμε να μείνουμε λίγο πιο έξω, σε ένα άλλο lodge, που το είχε ένας Ιταλός και ήταν μια σειρά από αχυροκαλύβες. Οι υπάλληλοι, όλοι «εκπολιτισμένοι» Ινδιάνοι. Τον ιδιοκτήτη σχεδόν δεν τον είδαμε, είδαμε όμως απ την αρχή τον διευθυντή του ξενοδοχείου, έναν γλυκομίλητο και συμπαθητικό ηλικιωμένο κύριο που αποδείχθηκε Έλληνας.

Μεγάλη η έκπληξη μου βλέποντάς τον εκεί, στην άκρη του κόσμου. Τους Έλληνες της Βενεζουέλας τους είχα γνωρίσει στην εκκλησία τους στο Καράκας και σε διάφορες εθνικές εορτές στη σημαντική πόλη Βαλένσια. Ήταν όμως συγκεντρωμένοι στις μεγάλες πόλεις, στα παράλια και ήταν σπάνιο να βρεις κάποιον σε εκείνα τα σχεδόν ακατοίκητα μέρη. Μου ήρθαν στο νου τότε οι ιστορίες ενός Νίκου Μαράκη που διάβαζα μικρός στο Ρομάντζο, όπου ο ήρωας ήταν πάντα ένας περιπετειώδης Έλληνας στα πιο απίθανα και εξωτικά μέρη του κόσμου. Φαίνεται ότι ο συγγραφέας είχε διαβάσει το Άμρι Α Μούγκου του Καραγάτση που διαδραματιζόταν στην Ανατολική Αφρική και είχε πάρει σκοινί-κορδόνι το θέμα, ταξιδεύοντας τον Έλληνα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη.

Αλλά ο κύριος Ιάκωβος δεν έμοιαζε με το μοντέλο του σκληροτράχηλου « ταξιδευτή». Καταρχήν ήταν Αθηναίος, πράγμα εξ ίσου σπάνιο, εκεί όπου συνήθως έβρισκες Κρητικούς, Ηπειρώτες ή Μακεδόνες μετανάστες. Δεύτερον τα είχε φάει τα ψωμιά του, γιατί πρέπει να ήταν γύρω στα 65, με ευπρεπή όμως ενδυμασία, ένα καλοσιδερωμένο πουκάμισο με μακριά μανίκια, εμφανή φαλάκρα με άσπρα μαλλιά, χοντρά μυωπικά γυαλιά, ροδαλό δέρμα και χέρια που προφανώς δεν είχαν πιάσει ποτέ στη ζωή τους τσάπα. Μετά, οι τρόποι του, αβροί, ευγενικοί, πόσο μάλλον που απευθυνόταν σε μένα σαν συμπατριώτη, στην γυναίκα μου και σε μια νέα Ιταλίδα που έκανε την πρακτική της και μας συνόδευε. Έντονο ύφος έπαιρνε μόνον όταν μάλωνε ή διόρθωνε τους Ινδιάνους υπηρέτες με κάθε ευκαιρία, πώς να στρώνουν τραπέζι, πώς να παίρνουν παραγγελία, πώς να φέρονται στους πελάτες. Μας διηγήθηκε ότι πριν μερικούς μήνες ήταν διευθυντής στο άλλο ξενοδοχείο αλλά είχε κλείσει διότι οι ιδιοκτήτες του είχαν οικονομικά προβλήματα και τουρισμός δεν υπήρχε καθόλου. Στον Ιταλό μόλις είχε πάει και ήθελε να αναμορφώσει και να οργανώσει εκ του μηδενός το lodge.

Έπειτα, ήταν η προηγούμενη ζωή του που μου διηγήθηκε στα ελληνικά και στη μεγάλη καλύβα του εστιατορίου νύχτα, μετά το φαγητό. Είχε αδέλφια πολύ πλούσια, με δικά τους ξενοδοχεία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο ίδιος είχε ασχοληθεί με διάφορες επιχειρήσεις στο Καράκας για σειρά ετών και μάλιστα υπήρξε και διευθυντής μιας ελληνικής εφημερίδας, που όμως είχε κλείσει. Hταν, άρα, διανοούμενος. Και έτσι, σκαλί με σκαλί, είχε κατέβει όλη την κλίμακα μέχρι να βρεθεί παραπεταμένος σε κείνη την ξεχασμένη γωνία της Αμαζονίας. Μάλιστα ο μεγάλος του φόβος ήταν μην τυχόν και μαθευτεί η σημερινή του κατάσταση από τους άλλους Έλληνες στο Καράκας, γιατί ντρεπόταν πολύ για τη κατάντια του. Με έβαλε να ορκιστώ ότι δεν θα έλεγα σε κανέναν εκεί ότι τον είχα γνωρίσει. Όταν τον ρώτησα γιατί δεν ζητούσε υποστήριξη από τα αδέλφια του, μου απάντησε ότι είχαν τσακωθεί αλλά και ότι εκείνους τους ντρεπόταν ακόμη περισσότερο, για να ρίξει τα μούτρα του και να τους ζητήσει βοήθεια.

Ήξερα ότι μετανάστευση δεν σημαίνει πάντα οικονομική επιτυχία. Λίγοι μετανάστες ναι, με σκυλίσια δουλειά, θρασύτητα και κάμποση τύχη είχαν κάνει λεφτά. Υπήρχαν όμως και πολλοί που είχαν μείνει στην ψάθα και όταν πέθαιναν τους έθαβαν με έρανο…

Ορισμένοι μάλιστα είχαν κάνει περιουσία αλλά ο τζόγος, το μεγάλο κουσούρι πολλών Ελλήνων, τους είχε κάνει να χάσουν πάλι τα πάντα και να παραμένουν παράσιτα της Ελληνικής κοινότητας, να μένουν σε φτηνοξενοδοχεία, να σέρνονται στα καφενεία των συμπατριωτών, να παρακαλάνε για ένα μικρό δάνειο, από όλους αποδιοπομπαίοι.

Στο Καράκας και στις άλλες πόλεις δεν είχα γνωρίσει τέτοιες περιπτώσεις γιατί συναναστρεφόμουν την αφρόκρεμα της κοινότητας, προέδρους, μέλη Δ.Σ., μεγάλους και ζάπλουτους επιχειρηματίες, ευεργέτες της κοινότητας, που όλοι τους είχαν μια μεγάλη ή μικρή επιχείρηση. Και να που εδώ, στην άκρη του πολιτισμένου κόσμου και στην είσοδο του αγνώστου, ο αντίστοιχος Έλληνας δεν ήταν ο Γεώργιος Γεράκης, αντιβασιλεύς του Σιάμ αλλά ένας looser. Looser όμως με τρόπους grand seigneur …

Οι μέρες μας στη αποστολή αυτή ήταν μετρημένες. Κάναμε μια μεγάλη σύσκεψη στην έδρα του προγράμματος με τα στελέχη, διαπιστώνοντας τις αδυναμίες του, κυρίως την έλλειψη επικοινωνίας με τις τοπικές αρχές των Ευρωπαίων εμπειρογνωμόνών, ιδίως ενός Ολλανδού που κλεινόταν σπίτι του τα βράδια με τη μιγάδα γυναίκα του, έπινε και δεν έκανε κοινωνική ζωή όπως θα έπρεπε για την ομαλή λειτουργία του προγράμματος. Ο άλλος, ντόπιος διευθυντής, ήταν ένας εξευγενισμένος Ινδιάνος Baré, μηχανικός, ο οποίος και μας συνόδευσε στο ταξίδι που κάναμε με αεροπλανάκι στο εσωτερικό της πολιτείας.

Ο Αλέχο Καρπαντιέ, στο καταπληκτικό βιβλίο του Los Pasos Perdidos μεταφρασμένο στα ελληνικά από την Μελίνα Παναγιωτίδου από τις εκδόσεις Εξάντας, έχει περιγράψει λαμπρά τα τοπία εκείνα που αντικρίζαμε και εμείς μέσα από το τζάμι του μικροσκοπικού αεροπλάνου Τσέσνα, ένα αχανές βαθυπράσινο χαλί, με διάστικτες λευκόχρυσες κορδέλες, τα ποτάμια, σύννεφα τριγύρω και κυρίως, κυρίως κάτι τεράστιους, πανύψηλους επιβλητικούς λόφους, στρογγυλούς σαν βουνά, τα Tepuyes, κατάφυτα και αυτά.

Αλλά, πριν από τον Καρπαντιέ, που είχε ζήσει αρκετά χρόνια στη Βενεζουέλα και είχε επισκεφθεί εκείνα τα μαγικά μέρη που αιχμαλώτισαν την καρδιά του Αμερικάνου ταξιδευτή που αναζητούσε μουσικά όργανα των ιθαγενών και βρέθηκε να ζει σε μια κοινότητα παρέα με μια πεντάμορφη Ινδιάνα, έχοντας συναντήσει κάποιον άλλο τυχοδιώκτη που κουβάλαγε μαζί του το βιβλίο όλων των περιπλανώμενων, δηλαδή την Οδύσσεια του Ομήρου, το ταξίδι εκείνο το είχε περιγράψει πρώτα στο βιβλίο τουΟ υπέροχος Ορινόκοςκαι ο Ιούλιος Βέρν. Εκείνος βέβαια, δεν είχε ταξιδέψει σε αυτά τα μέρη, αλλά οι περιπέτειες του Ζαν ντε Κερμόρ (που στην πραγματικότητα είναι γυναίκα) και του θείου του λοχία Μαρσιάλ, είναι αντάξιες των εξωτικών εκείνων τόπων, τρομερές καταιγίδες, τρομακτικά ζώα, ληστές που τους απήγαγαν, για να τελειώσουν όλα με χάπυ έντ, όταν τους σώζει ο πατήρ Εσπεράντε της Ιεραποστολής της Σάντα Χουάνα. Ακόμα, τονNuevo Mundo Orinoco είχε εξυμνήσει στο ελεγειακό βιβλίο του το 1959 ο Βενεζολάνος ποιητής Χουάν Λισκάνο, μιλώντας για την κοσμογονία των Ινδιάνων, καταρρακτώδεις βροχές, οργιαστική φύση και ανθρώπους που ζούσαν σε αρμονία μαζί της.

Εμείς, στο λίγο πιο πεζό ταξίδι μας, αλλά εξίσου πρωτόγνωρο και συναρπαστικό για μας, είχαμε στο αεροπλάνο κι έναν τεχνικό που μετέφερε υλικό για την καθολική ιεραποστολή όπου θα πηγαίναμε. Προσγειωθήκαμε σε ένα χωράφι, οχτώμιση η ώρα το πρωί και με το που βγήκαμε, μας τριγύρισε ένα αμείλικτο σύννεφο από μικροσκοπικά κουνουπάκια, που εκεί τα λένεσανκούδος, τα οποία έπεσαν πάνω μας με μανία και άρχισαν να μας ρουφούν το αίμα. Προσπαθήσαμε να τους ξεφύγουμε μέσα στα κτήρια της αποστολής που ήταν κυρίως σχολείο για τα παιδιά των Ινδιάνων, όπου διδάσκονταν στη γλώσσα τους και στα Ισπανικά. Γνωρίσαμε τον νοσοκόμο, σημαντική προσωπικότητα εκεί, ένα νέο χοντρούλη και χαμογελαστό Ινδιάνο που μας έδειξε πολύ περήφανος το κορνιζαρισμένο δίπλωμά του και επέμεινε να τον τραβήξουμε φωτογραφία με αυτό. Δεν μείναμε πολύ στην ιεραποστολή, γιατί έπρεπε να προσγειωθούμε και σε ένα άλλο μέρος, όπου τελικά δεν πήγαμε, γιατί ο καιρός χάλασε απότομα και έπρεπε να επιστρέψουμε, να μη μας βρει η καταιγίδα στον αέρα. Όταν μετά ρώτησα σε πόσο καιρό θα είχαμε φτάσει στην ιεραποστολή με βάρκα ή πιρόγα, μου απάντησαν, έξι μέρες…

Όσα δεν είδαμε στην ίδια τη ζούγκλα, τα είδαμε σε ένα μικρό αλλά πλήρες μουσείο στην πόλη, που εξιστορούσε τις συνήθειες και ζωή των Ινδιάνων, φτιαγμένο και αυτό από τους ιεραποστόλους. Μπορέσαμε και να αγοράσουμε σουβενίρ που πουλούσανε οι ντόπιοι έμποροι, ιδίως κάτι υπέροχα ασπρόμαυρα καλάθια που έπλεκαν σε σχήμα υδρίας. Είχαν γεωμετρικά σχήματα που τα διακοσμούσαν κι ακόμα στυλιζαρισμένα σχήματα ζώων. Επίσης, κάτι που εμένα μου τράβηξε πολύ την προσοχή, χαμηλά καθίσματα, σαν σκαμπό, από ξύλο, που όμως είχαν τη μορφή κάποιου ζώου. Αυτά, μου εξήγησαν δεν ήταν απλώς καθίσματα, αλλά ΤΟ τελετουργικό κάθισμα του σαμάνου, του μάγου δηλαδή κάθε φυλής.

Όταν είχαμε μαζευτεί με τους ανθρώπους του προγράμματος, παρατήρησα ότι οι λίγοι Ινδιάνοι που κάθισαν στο τραπέζι μας, με το που τελείωσε το φαγητό, σηκώθηκαν και έφυγαν. Εμείς το είχαμε παρατραβήξει αργότερα με καφέδες, μπύρες και παραπάνω κουβέντα, αλλά μου εξήγησαν ότι Indio comido, Indio ido, ότι δηλαδή μόλις τελείωνε το φαγητό ο Ινδιάνος έφευγε γιατί δεν είχε την έννοια της ανέξοδης κουβέντας. Εξάλλου θα ήταν ανοησία να νομίσω ότι θα καταλάβαινα την νοοτροπία τους με ένα ταξίδι τεσσάρων ημερών. Και που είχαμε μόνο και μόνο αντικρίσει από ψηλά αυτό το θαύμα της Φύσης, αισθανθεί το μεγαλείο της και την ασημαντότητά μας (και αγοράσει και τα σουβενίρ μας που τα ‘χω ακόμα, για να συντηρούνται οι αναμνήσεις…), ήταν ήδη αρκετό.

Επίσης, μας είχαν διηγηθεί και ιστορίες για τους πανίσχυρους Αμερικάνους ιεραποστόλους, οι οποίοι έφταναν με ιδιωτικά αεροπλάνα κατευθείαν στη ζούγκλα, για να στήσουν τις αποστολές τους χωρίς να περάσουν από το Καράκας και να ζητήσουν την άδεια της κυβέρνησης. Αυτά τα χωριά τα αποκαλούσαν Νέες Φυλές γιατί υποτίθεται ότι η διδασκαλία του ατομικισμού που μετέφεραν οι προτεστάντες ιεραπόστολοι δημιουργούσε μια νέα φυλή, στην οποίαν όμως είχαν επιφέρει καίριο χτύπημα, υπονομεύοντας τις κοινοτικές δομές και την αλληλέγγυα νοοτροπία των κατοίκων. Πώς είναι δυνατόν οι Ινδιάνοι να εγκαταλείψουν τα πατροπαράδοτα για να γίνουν εκμιγαδισμένοι πολίτες; Για αυτό το λόγο, οι αρχές και οι ντόπιοι ανθρωπολόγοι μισούσαν τους πλούσιους προτεστάντες που «κάτι έκαναν» εκεί μες την ζούγκλα του Αμαζονίου, μετέδιδαν δηλαδή τον αμερικάνικο τρόπο ζωής.

Την τελευταία νύχτα, πάλι κάναμε παρέα με τον κύριο Ιάκωβο. Για χιλιοστή φορά με παρακάλεσε να μην πω τίποτα για την γνωριμία μας στο Καράκας και με μεγάλη ντροπή μου ζήτησε , αν μπορούσα, να του δανείσω ένα μικρό ποσόν, ό,τι είχα ευχαρίστηση, γιατί δεν είχε πάρει καμία αποζημίωση απ το προηγούμενο ξενοδοχείο και ο Ιταλός αργούσε να τον πληρώσει. Και εγώ και η νέα Ιταλίδα, η Άννα, του δώσαμε όσα βρήκαμε στην τσέπη μας, με μεγάλη θλίψη που ένας συμπατριώτης βρισκόταν σε αυτήν την δυσάρεστη κατάσταση, και σ’ εκείνον τον τόπο. Ξέραμε ότι δεν επρόκειτο να τον ξαναδούμε Μετά από μερικούς μήνες, κλείσαμε και το πρόγραμμα εκείνο, προς μεγάλην αδιαφορία της κυβέρνησης. Στην Αμαζονία δεν επέστρεψα ποτέ. Ποιος ξέρει τι απόγινε και πώς κατέληξε αυτός ο συμπαθέστατος Έλληνας ευπατρίδης…
—-
Από τη συλλογή διηγημάτων Αποστολή στην Αμαζονία, Εκδόσεις Απόπειρα, 2015
ΑΡΓΟΛΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
Ι ΚΤΕΟ ΑΡΓΟΛΙΔΟΣ ΣΑΛΑΠΑΤΑΣ