ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ
ΕΙΔΗ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣ
ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΙΑ
ΕΜΠΟΡΙΟ ΦΡΟΥΤΩΝ - ΛΑΧΑΝΙΚΩΝ

Σάββατο 2 Απριλίου 2022

Η φωτογραφία της ημέρας: Οι πανέξυπνες Κάργιες

ΑΡΓΟΛΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ | 12:31:00 μ.μ. | |
Οι πανέξυπνες Κάργιες
Ένα ζευγάρι κάργιες εντόπισε ο φωτογραφικός φακός στην Αργολίδα. 

Η κάργια ή κάργα ή εσφαλμένα καλιακούδα (πρόκειται για διαφορετικά είδη) είναι πτηνό της οικογενείας των Κορακιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Corvus monedula και περιλαμβάνει 4 υποείδη.

Στην Ελλάδα απαντά κυρίως το υποείδος Corvus monedula soemmerringii J. G. Fischer, 1811.

Τόσο η επιστημονική ονομασία του είδους, όσο και οι λαϊκές ονομασίες του πτηνού στην ελληνική και αγγλική γλώσσα, παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον.

Η λέξη monedula είναι λατινική (αναφέρεται αρκετές φορές σε έργα των Κικέρωνα και Οβιδίου) αλλά έχει ελληνική ρίζα: προέρχεται από την λέξη μοναδιαίος ([ΕΤΥΜ. < μτγν.μοναδιαίος < αρχ. μονάς, -άδος + παραγ. επίθημα -ιαΐος (πβ. κ. μην-ιαίος) και, έχει την κυριολεκτική σημασία του «νομίσματος» (=αρχ. μνα). Η αντίστοιχη λατινική mǒnēdŭla, δόθηκε από τον Λινναίο, η ετυμολογία της είναι ομόρριζη και, έχει ακριβώς την ίδια σημασία. Η αιτία που ο Λινναίος έδωσε τη συγκεκριμένη ονομασία στο είδος είναι άγνωστη, υπάρχουν όμως δύο εκδοχές:

Η πρώτη είναι η εκδοχή του ελληνικού μύθου της Άρνης: η Άρνη ήταν γυναίκα από τη Σίφνο, η οποία πρόδωσε την πατρίδα της στον Μίνωα για να πάρει χρήματα και, η τιμωρία της ήταν να μεταμορφωθεί σε κουρούνα.
Σύμφωνα με τη δεύτερη -και πιθανότερη- εκδοχή, η ονομασία δόθηκε με αφορμή τη συνήθεια της κάργιας, να συλλέγει με το ράμφος της διάφορα αντικείμενα που της προξενούν εντύπωση, μεταξύ των οποίων και νομίσματα, κάτι που άλλωστε κάνουν όλα τα συγγενικά με αυτήν κορακοειδή (καρακάξα, κουρούνα κλπ).

Η λαϊκή ελληνική ονομασία κάργια έχει επίσης διφορούμενη προέλευση, αλλά το πιθανότερο είναι να προέρχεται από την τουρκική λέξη karga για το πτηνό, εξ ου και η μεταμεσαιωνική φράση: «βοώ την κάργαν», κομπορρημονώ, και η μεταγενέστερη φράση «μάς κάνει τον κάργα», τον βαρύμαγκα, σχετιζομένη πιθανώς με το όρθιο παράστημα του πτηνού όταν στέκεται ή περπατάει.

Η λαϊκή αγγλική ονομασία Jackdaw, εμφανίστηκε για πρώτη φορά τον 16ο αιώνα, και πιστεύεται ότι είναι μια σύνθεση της λέξης jack, που χρησιμοποιείται στα ονόματα των ζώων ως υποκοριστικό για να δηλώσει μικρό μέγεθος (π.χ. jack snipe), και της αρχαϊκής αγγλικής λέξης daw. Άλλωστε, παλαιότερα, οι κάργιες ονομάζονταν απλά daws.

Ο «μεταλλικός» ήχος chyak που αρθρώνει το πτηνό, μπορεί να αποτελεί την προέλευση του δεύτερου συνθετικού της ονομασίας του, αλλά αυτό δεν υποστηρίζεται από το αγγλικό λεξικό της Οξφόρδης. Πιθανότατα, η λέξη Daw χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά για το είδος, κατά τον 15ο αιώνα και, όπως αναφέρει το αγγλικό λεξικό της Οξφόρδης, πρέπει να προέρχεται από την Παλαιά Αγγλική γλώσσα ως Dawe, συσχετιζομένη με τις ομόλογες λέξεις (cognates) στην Παλιά Γερμανική (Taha), Μέση Γερμανική (Tahe ή tāchele) και σύγχρονη Γερμανική (Dahle ή Dohle), και τις διαλεκτικού τύπου λέξεις Tach, Dahi, Dache και Dacha.

Τα ευρήματα από την πρώιμη και μέση Πλειστόκαινο Περίοδο, τα οποία αποδίδονται στο είδος, είναι κυρίως από τη νότια και τη νοτιοανατολική Ευρώπη και, περιορίζονται σε περιοχές με θερμά κλίματα ή θερμότερα μεσοπαγετωνικά διαστήματα. Μόνο στο τέλος του Πλειστόκαινου βρίσκονται και ίχνη απολιθωμάτων στη βορειοκεντρική Ευρώπη.

 Στη βόρεια Ευρώπη, όμως, εγκαταστάθηκαν πιθανώς μόνο γύρω στο 1000 π.Χ. ως πτηνά αναπαραγωγής, εκεί όπου σήμερα βρίσκονται η Δανία και η Νορβηγία.Κατά τους 18ο και 19ο αιώνες, το είδος επεκτάθηκε ακόμη βορειότερα μέσω του Κόλπου της Βοθνίας, όπου ενδέχεται να ευνοήθηκε από την αύξηση της θερμοκρασίας του τοπικού κλίματος και την αυξανόμενη αστικοποίηση. Στην Τυνησία, οι εκεί πληθυσμοί αναπαραγωγής, εξαφανίστηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα, επίσης και στη Μάλτα, λόγω της εντατικής θήρας.

Η κάργια είναι μερικώς μεταναστευτικό είδος (οι περισσότεροι πληθυσμοί είναι καθιστικοί) με ευρεία κατανομή σε όλες τις εύκρατες περιοχές του Παλαιού Κόσμου, από τις ακτές του Ατλαντικού (Μαρόκο, Πορτογαλία, Ιρλανδία, μέχρι ανατολικά στη Σιβηρία, Α Ιμαλάια και Βαϊκάλη. Στα Βόρεια φθάνουν μέχρι τη Λευκή Θάλασσα (ισοθερμική 12°, μηνός Ιουλίου). Είναι αρκετά κοινό πτηνό σε όλη την επικράτειά του, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι περιστασιακά μπορεί να βρεθεί σε πολύ απομακρυσμένες περιοχές, όπως στην Ιαπωνία ή τη Βόρεια Αμερική.
Παρά το γεγονός ότι οι κάργιες είναι στο μεγαλύτερο μέρος της επικρατείας τους επιδημητικές, πολλοί πληθυσμοί, ιδιαίτερα οι ασιατικοί, κατά τη διάρκεια του χειμώνα μετακινούνται μακριά από τις περιοχές αναπαραγωγής. Μάλιστα, σε πολλές περιοχές, επειδή οι πληθυσμοί αναπαραγωγής αντικαθίστανται από τους επισκέπτες του χειμώνα, η απουσία των πτηνών συχνά δεν γίνεται αισθητή. Οι μεταναστευτικές οδοί εκτείνονται στις ακτές του Ατλαντικού και στις παρακείμενες θάλασσες, για τους δυτικούς πληθυσμούς, ενώ οι βόρειοι αναπαραγωγικοί πληθυσμοί κινούνται μακρύτερα προς τα νότια: στις χώρες της κεντρικής Ασίας οι πληθυσμοί που αναπαράγονται στη Ρωσία, μεταναστεύουν έως και 700 χιλιόμετρα, ενώ στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, λίγο περισσότερο από 300 χμ. 

Ωστόσο, τα πτηνά που αναπαράγονται στην Ελβετία μετακινούνται μόνο λίγα χιλιόμετρα. Ο αριθμός των επιδημητικών πληθυσμών ποικίλλει από βορειοανατολικά προς νοτιοδυτικά, με το ποσοστό των πτηνών που μετακινούνται από την Πολωνία να φθάνει το 70%, αλλά μόνο το 23% των πληθυσμών στο Βέλγιο, να φεύγουν από εκεί. Τον χειμώνα, τα πουλιά αφήνουν τα μεγαλύτερα υψόμετρα και μετακινούνται στα πεδινά, ενώ πολλοί πληθυσμοί συγκεντρώνονται σε αστικές περιοχές, όπου αρκετά μέρη για κούρνιασμα και πηγές τροφίμων είναι διαθέσιμα. Γενικά, η φθινοπωρινή μετανάστευση αρχίζει από το Σεπτέμβριο στο βορρά, ενώ στο νότο μπορεί να αρχίσει το Νοέμβριο. Η εαρινή επιστροφή στα εδάφη αναπαραγωγής, ξεκινάει ήδη στις αρχές του έτους, το Φεβρουάριο και το Μάρτιο και ολοκληρώνεται συνήθως στα τέλη Μαρτίου.

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από το Γιβραλτάρ και την Ισλανδία, τη Μαυριτανία και την Ιαπωνία, αλλά υπάρχουν και εξαιρετικές περιπτώσεις από τον Καναδά και τις ΗΠΑ.

Στην Ελλάδα, η κάργια απαντά τόσο ως αναπαραγόμενο επιδημητικό είδος, όσο και ως μερικώς μεταναστευτικό (διαβατικό και χειμερινός επισκέπτης), σε όλη τη χώρα.

Οι κάργιες, στη μη αναπαραγωγική περίοδο, συχνάζουν σε δασώδεις στέπες, λιβάδια, καλλιεργούμενες εκτάσεις, παράκτια βράχια, και βέβαια στις πόλεις. Αφθονούν εκεί οπου οι δασικές εκτάσεις εκκαθαρίζονται και μετατρέπονται σε αγρούς ή ανοικτούς χώρους.Αρέσκονται σε ενδιάμεσους οικοτόπους, που περιλαμβάνουν μεγάλα δέντρα, κτίρια και ανοιχτές εκτάσεις, «αφήνοντας» τα μεγάλα ανοικτά πεδία στα χαβαρόνια και, τις δασωμένες περιοχές στις κίσσες.

Όπως και άλλα κορακοειδή, όπως το κοράκι και η κουρούνα, κάποια άτομα προτιμούν να περάσουν το χειμώνα σε αστικά πάρκα. Μετρήσεις πληθυσμών σε τρία αστικά πάρκα της Βαρσοβίας, έδειξαν αύξηση από τον Οκτώβριο μέχρι τον Δεκέμβριο, πιθανώς λόγω της μετανάστευσης από τις βορειότερες περιοχές.Τα ίδια στοιχεία από τη Βαρσοβία, μεταξύ 1977-2003, έδειξαν ότι η διαχείμαση των εκεί πληθυσμών είχε αυξηθεί τέσσερις φορές. Η αιτία της αύξησης είναι άγνωστη, αλλά κάποια μείωση του αριθμού των χαβαρονιών μπορεί να ωφέλησε τις κάργιες σε τοπικό επίπεδο, ή η διαχείμαση των χαβαρονιών στη γειτονική Λευκορωσία μπορεί να προκάλεσε τη μετακίνησή τους στη Βαρσοβία.

Κατά την αναπαραγωγική περίοδο, τα ενδιαιτήματα του είδους εξαρτώνται άμεσα από την παροχή τροφής και τις πιθανές θέσεις φωλιάσματος. Επειδή, οι κάργιες στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στην παρουσία κοιλοτήτων στο βιότοπό τους, αναζητούν παλαιά δάση με δένδρα γεμάτα τρύπες από δρυοκολάπτες, ή τρύπες σε βράχους και σε κτήρια. Λατομεία, ογκόλιθοι, παλαιοί οικισμοί, μεσαιωνικές εκκλησίες και πάρκα με μεγάλα, παλιά δέντρα χρησιμοποιούνται συχνά, που άλλωστε χρησιμεύουν και ως θέσεις κουρνιάσματος.
Η κάργια είναι σχετικά ανθεκτική σε σκληρές καιρικές συνθήκες, αλλά τείνει να αποφεύγει τις ακραίες θερμοκρασίες. Απαντά περισσότερο σε πεδινές περιοχές κάτω από τα 500 μέτρα, ενώ μεταξύ 500 και 1000 μέτρων, βρίσκεται μόνο κατά τοπικές συναθροίσεις. Σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, οι οικότοποι αναπαραγωγής εκτείνονται υψηλότερα των 1000 μέτρων, όπως στις Άλπεις, στον Άτλαντα ή στο Κασμίρ σε, περίπου 2000 μέτρα. Εκτός περιόδου αναπαραγωγής, έχει καταγραφεί στα 3500 μ.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, τα πέντε πρώτα στατιστικώς προτιμώμενα οικοσυστήματα είναι τα εξής: χωριά, λιβάδια, πόλεις, δάση πλατυφύλλων και παράκτιες περιοχές.

Στην Ελλάδα, η κάργια απαντά σε ανοικτές καλλιεργούμενες περιοχές με διάσπαρτα βράχια και μεγάλα δένδρα, παράκτιες περιοχές, πόλεις, χωριά και, τοποθεσίες γύρω από πύργους και παλαιά κτίσματα, λιβάδια, πάρκα, κήπους και αλσύλλια.

Η κάργια είναι εύκολα αναγνωρίσιμη και μόνο λόγω του μεγέθους της αφού, είναι το μικρότερο από τα συγγενικά κορακοειδή που συχνάζουν στα ίδια οικοσυστήματα. Παρά τις, ανά υποείδος, παραλλαγές στο πτέρωμα, όλα τα πουλιά έχουν το ίδιο βασικό μαυρόγκριζο μοτίβο. Τα φύλα είναι παρόμοια, με ελαφρώς ανοικτότερο χρωματισμό των αρσενικών κατά τη διάρκεια ορισμένων εποχών και, με το πέρασμα της ηλικίας.

ΑΡΓΟΛΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
Ι ΚΤΕΟ ΑΡΓΟΛΙΔΟΣ ΣΑΛΑΠΑΤΑΣ